Έλλογο πάθος: ο στοχαστικός Μαρωνίτης

Φιλοσοφία για διάβασμα
21 Ιουνίου, 2018
Εφιάλτης θερινής νυκτός;
21 Ιουνίου, 2018
Show all

Έλλογο πάθος: ο στοχαστικός Μαρωνίτης

Τον Μαρωνίτη τον αγαπούσα πολύ και θα τον αγαπώ πάντα, ως μαθητής και φίλος, με μια αγάπη συναισθηματική και λογική, πολιτική και διανοητική. Δεν ξέρω αν υπήρξα καλός μαθητής, ξέρω όμως ότι εκείνος ήταν ανεπανάληπτος δάσκαλος. Ζητώ συγγνώμη για την άκομψη αυτή εξομολόγηση, η οποία πάντως είναι αληθινή και συνδέεται με ό,τι θέλω να πω σε τούτο το αποχαιρετιστήριο σημείωμα.

Στη ζωή και στο έργο του, ο Δ. Ν. Μαρωνίτης συνδύαζε με ιδιοφυή και εξαιρετικά πρωτότυπο τρόπο το πάθος με τον λογισμό. Στην επιστήμη του, στα δοκίμιά του, στις μεταφράσεις του, η θεωρία και η πρακτική του χαρακτηρίζονταν πάντοτε από μια λογική ή και μαθηματική μέθοδο. Ωστόσο, η αυστηρά δομημένη αυτή μέθοδος εμπλουτιζόταν διαρκώς με στοιχεία παθηματικά και εμπειρικά. Ήταν ίσως ο πιο λογικός και φιλόσοφος μεταξύ των φιλολόγων και, ταυτόχρονα, ο πιο παθολογικός και βιωματικός.

Εκτός από εξαιρετικά γενναίος άνθρωπος, ενεργός πολίτης και κορυφαίος διανοούμενος, ο Μαρωνίτης ήταν στοχαστής. Τόσο ο προφορικός όσο και ο γραπτός του λόγος διακρίνονταν από τη στοχαστική τους διάσταση, από τη θεωρητικοποίηση όλων των ζητημάτων και την οιονεί φιλοσοφική τους πραγμάτευση. Πιστεύω ότι, εάν έγραφε σε μια ισχυρή ευρωπαϊκή γλώσσα, ο Μαρωνίτης θα είχε σαφώς αναγνωριστεί διεθνώς ως ένας από τους σημαντικότερους στοχαστικούς διανοούμενους του καιρού μας.

Η πολιτική του σκέψη ήταν καίρια και οι δημόσιες παρεμβάσεις του γίνονταν με θάρρος και με παρρησία. Η ορθή πολιτική και ηθική στάση ζωής τον απασχολούσε μονίμως με βασανιστικό τρόπο. Έλεγχος, κριτική και αυτοκριτική ήταν μέθοδοι που εφάρμοζε ακατάπαυστα. Ως γνωστόν, στα σκοτεινά χρόνια της χούντας έκανε τις δύσκολες επιλογές, πληρώνοντας πολύ ακριβά το κόστος. Παραδειγματικό κείμενο αυτής της οριακής τραυματικής εμπειρίας αποτελεί η Μαύρη Γαλήνη. Πρόκειται για κείμενο συγχρόνως αυτοβιογραφικό, λογοτεχνικό και πολιτικό. Κείμενο που χαρακτηρίζεται από έλλογο πάθος.

Διαβάζοντας τη Μαύρη Γαλήνη του Μαρωνίτη, 43 χρόνια μετά την πρώτη της δημοσίευση, έχει κανείς την αίσθηση πως το άφατο μιλήθηκε. Τα λόγια, ασφαλώς, δεν μπορούν να εκφράσουν το άφατο σε όλες του τις διαστάσεις, ωστόσο τα γραπτά μένουν και δηλώνουν τα δικά τους σημάδια. Σημάδια που πρώτα εντυπώθηκαν ανεξίτηλα στο σώμα και στην ψυχή, παίρνοντας κατόπιν τον δρόμο για την τυπογραφική τους αποτύπωση.

Τα δύο κείμενα που αποτελούν το βιβλίο («ο τυφλός τοίχος», «η άσπρη πάπια») γράφτηκαν σε οριακές συνθήκες, στην απομόνωση μέσα σε στενά κελιά, ανάμεσα σε ύπνο και αγρύπνια, μεταξύ ζωής και θανάτου. Το μεγαλείο αυτής της γαλήνιας μαύρης γραφής είναι ότι διατηρεί ζωντανό το αίσθημα του κενού, προσπαθώντας, και εν πολλοίς επιτυγχάνοντας, να το γεμίσει και να το πληρώσει. Η πληρότητα εντέλει μοιάζει να επικρατεί του κενού.

Πρόκειται για συγκλονιστικά κείμενα, κατά κυριολεξία. Φράσεις που γράφτηκαν σε χαρτοπετσέτες, αποσπασματικά, για να κρατήσουν τον λογισμό σε εγρήγορση ή έστω σε κάποιας μορφής λειτουργία, ενώ κάθε στιγμή παραμόνευε ο κίνδυνος της παράδοσης στην παράνοια και της καταβύθισης στο απύθμενο πηγάδι της απελπισίας. Είναι μοντέρνα λογοτεχνικά κείμενα, τα οποία συγχρόνως αποτελούν και ντοκουμέντα, πολιτικές μαρτυρίες που προάγουν μια βαθιά προσωπική και συλλογική αυτογνωσία ανθρωπολογικού τύπου.

Ο Μαρωνίτης δείχνει ένα αισιόδοξο παράδοξο: σε τούτη την επικίνδυνη ισορροπία άσπρου και μαύρου, ζωής και θανάτου, εκείνο που αναφαίνεται ως το σημαντικότερο δεν είναι ο θάνατος, αλλά η ζωή. Ίσως η ζωή εν τάφω. Όπου ο τάφος, στην προκειμένη περίπτωση, έχει το σχήμα, την όψη και τη μορφή κελιού. «Το κελί μου αυτό ήταν πολύ μικρό, χωρούσε δε χωρούσε ένα κρεβάτι. […] Δεν μπορούσα να φανταστώ πιο καλό κελί». Η ιδιότυπη αυτή νέκυια προσημαίνεται ήδη από τις πρώτες λέξεις του κειμένου, που ανοίγει κάνοντας λόγο για το νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας στην πάνω πόλη της Θεσσαλονίκης: «ένας χωματένιος δρόμος χώριζε την κουζίνα μας από τα μνήματα». Τάφοι και σταυροί, μνήματα και μνήμες, σήματα και σημασίες, όλα μέσα στο κείμενο, από την αρχή μέχρι το τέλος.

Άλλο ένα παράδοξο του βιβλίου είναι η συμπάθεια που προκύπτει εξ αντικειμένου για πρόσωπα και πράγματα που λογικά δεν το περιμένεις: πικρή συμπάθεια ακόμα και για τους δεσμοφύλακες, ακόμα και για τους βασανιστές: «Με συμπάθησαν κι οι δυο τους. Ο ένας από την τρίτη βραδιά, ο δεύτερος λίγο αργότερα, όταν την πιο απελπισμένη Δευτέρα, λίγο πριν κοιμηθώ, μου πέταξε το γκρίζο παντελόνι –το μπλε είχε σχιστεί– κι ένα προσόψι. Ο πρώτος –ένας από όσους μ’ έδειραν– ακόμη και τώρα όταν με βλέπει θέλει χειραψία και ρωτά σχεδόν καλοσυνάτα και φανερά συγκινημένος: ε φίλε, τι γίνεται;». Συμπάθεια για τον Άδη, απόλυτη συμφιλίωση με τον θάνατο, απόλυτη λαχτάρα για τη ζωή.

Η γλώσσα του Μαρωνίτη σ’ αυτά τα γραπτά της φυλακής μοιάζει, αλλά και διαφέρει αρκετά από τη γλώσσα των δοκιμίων του. Εδώ ο λόγος είναι πιο ελεύθερος, παράξενα απελευθερωμένος, λαϊκός και άμεσος, συγχρόνως αισθητικός και αισθαντικός. Η κυριολεξία κυριαρχεί, έστω κι αν περνά μέσα από μεταφορές κι από μετωνυμίες. Όσα αποσιωπούνται, δηλώνονται ευκρινέστερα. Όχι επίθετα, μόνον ουσιαστικά. Τα ουσιώδη.

Κάποτε τελειώνει η ανάγνωση. Είδαμε, όσο αντέξαμε, την απελπισία και τη γαλήνη, μαζί και χωριστά. Το μαύρο δίπλα στο άσπρο, το ένα μέσα στο άλλο, και να μην προκύπτει παρά μόνο άσπρο και μαύρο, ανάμικτα κι όμως ατόφια. Όπως στα όνειρα («το προηγούμενο βράδυ είχα ονειρευτεί τη μάνα μου»), που είναι πάντα ασπρόμαυρα, σαν βυθιστεί κανείς σε βαθύ, γαλήνιο ύπνο, ίδιο με θάνατο. Ακροβατώντας στο μεταίχμιο θανάτου και ζωής, η γραφή του Μαρωνίτη βαδίζει πλέον μόνη της, ανεξάρτητη, υπερβαίνει τόπο και χρόνο, ανοίγεται στο μέλλον. Στο μέλλον, που διαρκεί πολύ.