Περί εγκλημάτων και ποινών

Εμπειρία και ορθολογισμός
21 Ιουνίου, 2018
“Spinoza et le temps historique”
22 Ιουνίου, 2018
Show all

Περί εγκλημάτων και ποινών

Η ανά χείρας ελληνική έκδοση του βιβλίου Περί εγκλημάτων και ποινών (1764) του Τσέζαρε Μπεκαρία θα πρέπει να χαιρετιστεί ως σημαντικό γεγονός. Ο συγγραφέας, γνωστός και άγνωστος συνάμα, έρχεται εκ νέου στην επικαιρότητα δυόμισι αιώνες μετά την πρώτη έκδοση του κειμένου του. Στην Ελλάδα, ο Ιταλός διαφωτιστής υπήρξε για καιρό λησμονημένος ή, στην καλύτερη περίπτωση, αφανής, κρυμμένος στη σκιά της μεγάλης χορείας των άλλων πολύ διασημότερων εκπροσώπων του διαφωτισμού: Λοκ, Χιουμ, Σμιθ, Μοντεσκιέ, Ντιντερό, Βολταίρος, Ρουσσώ…

Ωστόσο, στην εποχή του Μπεκαρία, η αναγνώριση του έργου του δεν είχε αργήσει να έρθει. Στις 9 Ιουλίου 1765, ο Ντ’ Αλαμπέρ θα γράψει σχετικά με το βιβλίο του: «Είμαι εξαιρετικά γοητευμένος και ενθουσιασμένος από τούτο το σύγγραμμα. Το πρότεινα προς ανάγνωση σε αρκετούς καλούς φιλοσόφους, οι οποίοι διατύπωσαν την ίδια γνώμη με εμένα. Το βιβλίο αυτό, παρά το μικρό του μέγεθος, αρκεί για να εξασφαλίσει στον συγγραφέα του μια αθάνατη φήμη». Από τη μεριά του, ο Βολταίρος έγραφε σε μια επιστολή του προς τον Μπεκαρία, στις 30 Μαΐου 1768: «Σας ευχαριστώ εκ βάθους καρδίας. Το ίδιο συναίσθημα οφείλει να νιώθει ολόκληρη η Ευρώπη. Το βιβλίο σας ωφέλησε και θα ωφελήσει. Εργαστήκατε υπέρ του ορθού λόγου και υπέρ της ανθρωπιάς, που επί τόσο μακρό διάστημα καταπατήθηκαν».

Ποια συναισθήματα νιώθουμε όμως εμείς σήμερα, στη δική μας Ευρώπη; Γιατί θα ήταν ωφέλιμο να διαβάσουμε ξανά τον Μπεκαρία; Σε τι θα μπορούσε να μας βοηθήσει η ανάγνωση του έργου του; Πιστεύω ότι, κατά κύριο λόγο, το παρουσιαζόμενο εδώ κείμενο είναι ιδιαίτερα χρήσιμο ως προς το καίριο ζήτημα της θανατικής ποινής. Πράγματι, εν έτει 2008, οι σύγχρονες κοινωνίες δεν έχουν καταφέρει ακόμη να λύσουν οριστικά αυτό το μεγάλο πρόβλημα, αυτή τη βαρβαρότητα της καταδίκης ‘εις θάνατον’ και της εκτέλεσης της ‘εσχάτης των ποινών’.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ο.Η.Ε., στη διάρκεια του έτους 2007 πραγματοποιήθηκαν 5.851 εκτελέσεις σε 49 χώρες. Μεταξύ αυτών των χωρών δεν περιλαμβάνονται μόνο δικτατορικά και αυταρχικά καθεστώτα του Τρίτου Κόσμου, αλλά επίσης η «μεγαλύτερη και ισχυρότερη δυτική Δημοκρατία», δηλαδή οι Η.Π.Α., καθώς και η Ιαπωνία. Το θεοκρατικό Ιράν και η ολυμπιακή Κίνα φαίνεται να διεκδικούν τον απεχθή τίτλο του πρωταθλητή των εκτελέσεων. Στην Ευρώπη τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα, αφού έχει επιβληθεί η de facto κατάργηση της θανατικής ποινής. Όλες οι χώρες-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης έχουν υπογράψει το πρωτόκολλο 13 της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο απαγορεύει τη θανατική ποινή σε κάθε περίπτωση, ακόμη και εν καιρώ πολέμου. Μόνη εξαίρεση, η Λευκορωσία (που δεν ανήκει στο Συμβούλιο της Ευρώπης).

Είναι προφανές ότι ο Μπεκαρία έχει συνεισφέρει τα μέγιστα στον διάλογο ως προς το νόημα και τη λειτουργία της θανατικής ποινής. Ασφαλώς, θα ήταν καταχρηστικό να απομονώσουμε το ζήτημα της θανατικής ποινής από το σύνολο του έργου του, διότι η πρόταση για την κατάργησή της συνδέεται με πολλές άλλες αναλύσεις και εντάσσεται στη γενική σύλληψη του ποινικού δικαίου. Παρά ταύτα, γεγονός παραμένει ότι ο Μπεκαρία ήταν ο πρώτος που τόλμησε να σκεφτεί και να απαιτήσει την κατάργηση της εσχάτης των ποινών. Η τοποθέτησή του πηγάζει από τη γενικότερη συμφωνία του με τη θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου, όπως αυτή εκφράστηκε ιδανικά στο ομώνυμο έργο του Ρουσσώ. Σε κάθε περίπτωση, όμως, στην προοπτική του Ιταλού διαφωτιστή το κοινωνικό συμβόλαιο πρέπει να παρέχει τη μέγιστη δυνατή ελευθερία στους πολίτες: οι άνθρωποι βρίσκονται στην ανάγκη να παραχωρήσουν ένα μέρος της ελευθερίας τους, όμως είναι βέβαιο ότι κανένας δεν θέλει να παραχωρήσει στην κοινότητα παρά μόνον το ελάχιστο δυνατό. Το άθροισμα των ελάχιστων δυνατών μεριδίων ελευθερίας θεμελιώνει το δικαίωμα του καταλογισμού ποινών. Δηλαδή, η ποινή συνδέεται με την ελευθερία, και όχι πλέον με την εξουσία.

Για τον Μπεκαρία, η δικαιοσύνη είναι ο αναγκαίος δεσμός για την ύπαρξη του κοινωνικού συμβολαίου, διότι διασφαλίζει την ενότητα των επιμέρους ατομικών συμφερόντων, τα οποία δίχως τη δικαιοσύνη κινδυνεύουν να επανέλθουν στην προ-κοινωνική κατάσταση. Οποιαδήποτε ποινή υπερβαίνει την ανάγκη διατήρησης του συμβολαίου, δηλαδή του κοινωνικού δεσμού, είναι άδικη. Η αντίληψη περί δικαιοσύνης που παρουσιάζεται εδώ είναι συμβολαιική και συγχρόνως, ακόμη περισσότερο, ωφελιμιστική: η δικαιοσύνη δεν αναφέρεται σε καμία υπερβατική ιδέα ή πραγματικότητα, αλλά είναι απλώς ένας τρόπος συμβίωσης των ανθρώπων, ένας τρόπος κοινού βίου που επηρεάζει καθοριστικά την ευτυχία του καθενός.

Κατά συνέπεια, οι ποινές για τα εγκλήματα μπορούν να ορίζονται μόνο με νόμους, τους οποίους δύναται να θεσπίζει αποκλειστικά ο νομοθέτης, δηλαδή ο εκπρόσωπος όλης της κοινωνίας που συνενώθηκε μέσω του κοινωνικού συμβολαίου. Επίσης, κάθε άτομο συνδέεται με την κοινωνία, ενώ αντίστοιχα η κοινωνία συνδέεται με το κάθε μέλος ξεχωριστά, και τούτο το συμβόλαιο δεσμεύει από τη φύση του αμοιβαίως τα δύο μέρη. Γι’ αυτό και η τυχόν υπέρμετρη σκληρότητα των ποινών έρχεται σε έντονη αντίθεση με το γενικό καλό και με τις αρχές του ωφελιμισμού, ενώ ταυτόχρονα συγκρούεται με τη δικαιοσύνη και με την ίδια τη φύση του κοινωνικού συμβολαίου.

Εκκινώντας από την αρχή της ηπιότητας των ποινών και από την ανάγκη αποφυγής των βασανιστηρίων, ο Μπεκαρία, στο περίφημο εικοστό όγδοο κεφάλαιο του βιβλίου του, διατυπώνει τη θέση πως η θανατική ποινή δεν είναι ούτε ωφέλιμη ούτε αναγκαία για το κράτος, την κοινωνία και την ανθρωπότητα: «Η ανώφελη κατάχρηση σωματικών τιμωριών, που ποτέ δεν βελτίωσε τους ανθρώπους, με παρακίνησε να εξετάσω εάν η θανατική ποινή είναι αληθινά ωφέλιμη και δίκαιη σε μια καλά οργανωμένη διακυβέρνηση». Δεν υφίσταται απολύτως κανένα δικαίωμα που να επιτρέπει στους ανθρώπους να σκοτώνουν τους συνανθρώπους τους.

Με επιχειρήματα που θυμίζουν, σε τούτο το συγκεκριμένο σημείο, τον Χομπς, ο Ιταλός διαφωτιστής υποστηρίζει ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι δυνατόν να δώσει ποτέ σε άλλους ανθρώπους την εξουσία να τον σκοτώσουν. Προσχωρώντας στο κοινωνικό συμβόλαιο, ο καθένας απλώς παραχωρεί το μικρότερο δυνατό μερίδιο της ελευθερίας του στη συλλογικότητα, η οποία όμως δεν αποκτά επ’ ουδενί δικαίωμα ζωής και θανάτου επί των ατόμων. Η θυσία ενός ελάχιστου μέρους της ελευθερίας του καθενός δεν θα μπορούσε κατά κανέναν τρόπο να περικλείει τη θυσία του μεγαλύτερου αγαθού, δηλαδή της ανθρώπινης ζωής. Εφόσον ο άνθρωπος δεν έχει καν το δικαίωμα να αφαιρέσει τη δική του ζωή, δεν θα μπορούσε να μεταβιβάσει αυτό το δικαίωμα στην κοινωνία. Συνεπώς, για τον Μπεκαρία η θανατική ποινή δεν αποτελεί δικαίωμα, αλλά αντιθέτως πολεμική πράξη: πρόκειται για την κήρυξη πολέμου του κράτους εναντίον ενός εκ των πολιτών του. Μπροστά στο φάσμα του πολέμου, μπροστά στον κίνδυνο του βίαιου θανάτου, το συμβόλαιο αίρεται και, ipso facto, επιστρέφουμε στη φυσική κατάσταση, όπως θα έλεγε και ο Χομπς.

Όπως αποδεικνύεται αριστοτεχνικά από την ανάλυση του Μπεκαρία, η θανάτωση ενός ανθρώπου δεν έχει κανένα νόημα, επειδή δεν μπορεί να λειτουργήσει ούτε κατασταλτικά ούτε αποτρεπτικά. Εάν ένα κράτος βρεθεί αναγκασμένο να εκτελέσει κάποιους από πολίτες του, τότε αυτό σημαίνει ότι έχει ήδη απολέσει την κυριαρχία του και διάγει περίοδο αναταραχής, επανάστασης ή αναρχίας, όπου «η αταξία υποκαθιστά το δίκαιο». Συλλογισμός ο οποίος θυμίζει τις παρατηρήσεις που κάνει ο Σπινόζα στην Πολιτική πραγματεία του σχετικά με τη δύναμη και την κυριαρχία σε ένα κράτος. Υπό την επικράτεια του νόμου και του δικαίου, στο πλαίσιο ενός πολιτεύματος που χαίρει άκρας υγείας, δεν υπάρχει καμία αναγκαιότητα να θανατωθεί ένας πολίτης.

Όσο για την υποτιθέμενη αποτρεπτική αξία της θανατικής καταδίκης, η ιστορία αποδεικνύει επαρκώς ότι ποτέ και πουθενά η απειλή της έσχατης τιμωρίας δεν κατάφερε να εμποδίσει όσους εγκληματίες δεν δεσμεύονταν από κανενός είδους φόβο ή ελπίδα. Αντιθέτως, η πιθανή μακρά διάρκεια της ποινής λειτουργεί περισσότερο αποτρεπτικά απ’ ό,τι η βιαιότητά της: «η ισχυρότερη τροχοπέδη του εγκλήματος δεν είναι το τρομερό μα πρόσκαιρο θέαμα του θανάτου ενός κακούργου, αλλά το μακρόχρονο παράδειγμα ενός εξαθλιωμένου ανθρώπου, που στερείται την ελευθερία του […] ξεπληρώνοντας με τον μόχθο του την κοινωνία που έβλαψε». Έτσι, η θανατική ποινή μπορεί να προκαλεί ζωηρή εντύπωση, η οποία όμως είναι πρόσκαιρη, ενώ τα ισόβια δεσμά αποτελούν διαρκή και μόνιμο παραδειγματισμό για τους ανθρώπους, λειτουργώντας εντέλει με τρόπο ευθέως αποτρεπτικό.

Η θανατική ποινή έχει ένα επιπλέον σημαντικό μειονέκτημα, αφού λειτουργεί σαφώς αντιπαιδαγωγικά, παρέχοντας στους ανθρώπους ένα κακό πρότυπο ωμότητας. Όπως γράφει ο Μπεκαρία, «αν τα πάθη καθιστούν αναπόφευκτο τον πόλεμο και διδάσκουν την αιματοχυσία, οι νόμοι που ρυθμίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά οφείλουν να μην ενισχύουν αυτό το ολέθριο παράδειγμα, που γίνεται πιο φρικτό όταν η θανάτωση εκτελείται μεθοδικά και τελετουργικά. Μου φαίνεται παράλογο οι νόμοι, που εκφράζουν τη γενική βούληση, που αποστρέφονται και τιμωρούν την ανθρωποκτονία, να την διαπράττουν οι ίδιοι και, για να αποτρέψουν τους πολίτες από τον φόνο, να διατάζουν το δημόσιο φονικό». Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι στο παρελθόν της ανθρωπότητας η θανατική ποινή επικράτησε σχεδόν παντού, δεν συνεπάγεται και την ορθότητα ή την αποτελεσματικότητα αυτής της σκληρής τιμωρίας. Αντίθετα, σύμφωνα με τον μιλανέζο συγγραφέα, έφθασε πια το πλήρωμα του χρόνου για την κατάργησή της.

Θα ήταν ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι, κατά κανόνα, τα επιχειρήματα του Μπεκαρία εναντίον της θανατικής ποινής δεν κινούνται σε ένα επίπεδο γενικού αφηρημένου ανθρωπισμού ή αφελούς φιλανθρωπίας, αλλά απεναντίας εντάσσονται σε μια συνεπή ωφελιμιστική λογική, η οποία διαρθρώνεται με αποδεικτική αυστηρότητα. Αυτό, εξάλλου, αποτελεί πιθανόν και το κλειδί για την κατανόηση της σημαντικής επιρροής του κειμένου του. Γραμμένο λίγα χρόνια πριν από τη Γαλλική Επανάσταση, το Περί εγκλημάτων και ποινών έμελλε να βρεθεί στο επίκεντρο των πολιτικών και ιδεολογικών διενέξεων που σφράγισαν όλη την επαναστατική και μετεπαναστατική περίοδο της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ήταν μια εποχή γεμάτη αντιφάσεις. Πράγματι, πώς ακριβώς να ερμηνεύσουμε το γεγονός ότι ο Ροβεσπιέρος, ενώ είχε ταχθεί ρητώς υπέρ της κατάργησης της θανατικής ποινής ακολουθώντας τον Μπεκαρία, μεταστράφηκε τη στιγμή της καταδίκης του βασιλιά και κατέληξε ηγέτης της Τρομοκρατίας; Ενώ αντίθετα ο Καντ, αφού άσκησε αυστηρή κριτική προς τον Μπεκαρία, τασσόμενος άνευ όρων υπέρ της θανατικής ποινής από άποψη αρχής, θεώρησε απαράδεκτη την εκτέλεση του βασιλιά, διότι σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατόν να θανατώνεται ο εκφραστής της κυριαρχίας.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, από το 1999 και έπειτα, ο Ζακ Ντεριντά έθεσε στο σεμινάριό του ως πρόβλημα προς μελέτη το ζήτημα της θανατικής ποινής. Κάποιες ιδιαίτερα οξυδερκείς παρατηρήσεις του έχουν αποτυπωθεί σε ένα από τα τελευταία βιβλία του, υπό τη μορφή συνομιλίας με την Ελιζαμπέτ Ρουντινεσκό. Εκεί ο Ντεριντά υποστηρίζει μια προκλητική θέση: στην ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας, ποτέ κανένας φιλόσοφος, ως φιλόσοφος, στον συστηματικό φιλοσοφικό του λόγο, δεν αμφισβήτησε τη νομιμότητα της θανατικής ποινής. «Από τον Πλάτωνα στον Χέγκελ, από τον Ρουσσώ στον Καντ (που ήταν κατά πάσα πιθανότητα ο πιο αυστηρός), όλοι έλαβαν ρητά θέση, ο καθένας με τον τρόπο του, ενίοτε με δισταγμούς και τύψεις (Ρουσσώ), υπέρ της θανατικής ποινής».

Αυτό το παράδοξο εξέτασε ο Ντεριντά, προσπαθώντας να διατυπώσει για πρώτη φορά δημόσιο λόγο ενάντια στη θανατική ποινή με αυστηρά φιλοσοφικό τρόπο. Εκείνο που θα άξιζε να συγκρατήσουμε από την ανάλυσή του, είναι η διαπίστωση ότι, σε κάθε περίπτωση, η θανατική ποινή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με ριζικό, θεμελιωτικό και απροϋπόθετο τρόπο, δίχως την ταυτόχρονη αμφισβήτηση ή τον περιορισμό της κυριαρχίας του κυρίαρχου. Γιατί, όπως προσθέτει ο Γάλλος φιλόσοφος, «ο μέγας Μπεκαρία επιχείρησε να το κάνει [να αμφισβητήσει τη θανατική ποινή δίχως περιορισμό της κυριαρχίας], με αποτέλεσμα να εγκλωβιστεί σε μια από τις πολλές αντιφάσεις του». Σε τούτη την κατεύθυνση, βεβαίως, η σκέψη του Καρλ Σμιτ αποτελεί υποχρεωτικό και απαράκαμπτο κόμβο, όπου οφείλει κανείς να σταθεί και να σκεφτεί. Πάντως, η συμβολή του Μπεκαρία σε όλη αυτή την προβληματική παραμένει αναντικατάστατη.

Η μάχη που δόθηκε –και η οποία εξακολουθεί να διεξάγεται– κατά τις τελευταίες δεκαετίες στην Ευρώπη και σε όλον τον κόσμο για την κατάργηση της θανατικής ποινής ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Από την εξέλιξη αυτής της ιδεολογικοπολιτικής σύγκρουσης φάνηκε με απόλυτη σαφήνεια ότι δεν αρκεί απλώς να καταργηθεί η εσχάτη των ποινών, αλλά χρειάζεται διαρκής επαγρύπνηση και αγώνας για την αποτροπή της επαναφοράς της. Ως προς το κεφαλαιώδες ζήτημα της θανατικής ποινής, η σκέψη του Μπεκαρία αποδείχθηκε αναπάντεχα επίκαιρη και κρίσιμη. Κατά συνέπεια, το έργο του αποτέλεσε και αποτελεί προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για την υπεράσπιση της οριστικής κατάργησης της θανατικής ποινής και για τη διαμόρφωση του σύγχρονου νομικού και πολιτικού τοπίου.