Η έκδοση, για πρώτη φορά στα ελληνικά, του έργου του Τόμας Χομπς, De Cive (Περί του πολίτη), έχει ιδιαίτερη σημασία. Οι αναγνώστες που ενδιαφέρονται για την πολιτική σκέψη, και ειδικότερα για τις πηγές της νεότερης πολιτικής φιλοσοφίας, θα μπορέσουν να απολαύσουν ένα ωραίο κλασικό κείμενο του δέκατου έβδομου αιώνα. Επίσης, όσοι σπουδάζουν φιλοσοφία ή πολιτικές επιστήμες, καθώς και οι μελετητές της χομπσιανής φιλοσοφίας, θα διαθέτουν πλέον ένα χρήσιμο εργαλείο.
Αξίζουν συνεπώς συγχαρητήρια στον κ. Ηλία Βαβούρα, διδάκτορα φιλοσοφίας και υπεύθυνο έκδοσης του περιοδικού Φιλοσοφείν, καθώς και στην κα Ευτυχία Φιριπή, πτυχιούχο Αγγλικής Φιλολογίας και κάτοχο μεταπτυχιακού διπλώματος στη φιλοσοφία, για την αξιέπαινη πρωτοβουλία τους να μεταφράσουν και να παρουσιάσουν στο ελληνικό κοινό το Περί του πολίτη. Μακάρι ο μόχθος και η επιμέλειά τους να ανταμειφθούν από την απήχηση του βιβλίου, δίνοντας το έναυσμα και για άλλες εκδόσεις κλασικών φιλοσοφικών κειμένων που δεν έχουν ακόμη μεταφραστεί στη γλώσσα μας.
Ο Χομπς έχει πολύ κακή φήμη, σχεδόν σαν εκείνη του Μακιαβέλλι. Κι ωστόσο, οι προθέσεις του υπήρξαν απολύτως αγαθές: το μόνο που θέλησε, ήταν να θεμελιώσει θεωρητικά το νεότερο αστικό κράτος, δικαιώνοντας τη νομιμότητα της κρατικής εξουσίας και επιβάλλοντας συγχρόνως μια εντελώς νέα σύλληψη του δικαίου. Γιατί λοιπόν, αντί για μεγάλους επαίνους, κέρδισε πανταχόθεν το ανάθεμα; Η απάντηση στο ερώτημα δεν είναι εύκολη, αλλά οπωσδήποτε έπαιξε ρόλο ο μη φιλελεύθερος χαρακτήρας της πολιτικής του σκέψης, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, καθώς και το γεγονός ότι περιγράφει τον άνθρωπο σαν ένα εγωιστικό ζώο, που χαρακτηρίζεται από την απουσία οποιασδήποτε κοινωνικότητας, συμπόνοιας ή αλτρουιστικής διάθεσης.
Εντούτοις, μιλούμε για έναν σημαντικό φιλόσοφο, που καταπιάστηκε στο έργο του σχεδόν με τα πάντα: ιστορία, ποίηση, μαθηματικά, φυσική, μεταφυσική, θεολογία, ανθρωπολογία, πολιτική… Πολυμαθέστατος, μετέφρασε Ευριπίδη και Θουκυδίδη στα νιάτα του, καθώς και τα ομηρικά έπη στα γεράματα (πέθανε 92 ετών), ενώ αναγνωρίζεται ως ένας από τους σπουδαιότερους στοχαστές στην ιστορία της πολιτικής φιλοσοφίας.
Πράγματι, ο Χομπς ήταν εκείνος που επινόησε τη νεότερη φιλοσοφική θεωρία του Κοινωνικού Συμβολαίου. Όταν έγραφε τα θεμελιώδη έργα του Περί του πολίτη και Λεβιάθαν, στα μέσα του 17ου αιώνα, το φυσικό δίκαιο είχε πλέον αποκτήσει ορισμένα διακριτά χαρακτηριστικά: καθολικότητα, ανεξαρτησία από το θετικό δίκαιο και έλλογο χαρακτήρα, δηλαδή μπορεί να γίνει αντιληπτό και κατανοητό από τον κάθε άνθρωπο. Επιπλέον, ο Γκρότιους είχε απαντήσει στα κριτικά επιχειρήματα των σκεπτικών ως προς το φυσικό δίκαιο. Αφετέρου, ο Μποντέν είχε ήδη ορίσει την έννοια της κυριαρχίας με νέο τρόπο: η κυριαρχία αποτελεί ενιαία αρχή, η οποία είναι απαραίτητη για να ισχύει οποιοσδήποτε νόμος και εγγυάται τη μορφή, την ενότητα και την ταυτότητα κάθε πολιτείας. Τέλος, οι νεοσχολαστικοί είχαν θεμελιώσει το ότι οι πολιτικές κοινωνίες και οι κυβερνήσεις τους αποτελούν συμβατικές ανθρώπινες ενώσεις, τις οποίες θεσπίζουν οι άνθρωποι, διότι από τη φύση τους τείνουν να συνυπάρξουν ειρηνικά με τους συνανθρώπους τους.
Ωστόσο, πριν από τον Χομπς η έννοια του συμβολαίου, στον βαθμό που εμφανίζεται, δεν εκλαμβάνεται υπό την τεχνική σημασία του όρου και σε καμία περίπτωση δεν χρησιμοποιείται κατά κυριολεξία. Ο Γκρότιους, όπως και όλοι οι προηγούμενοι στοχαστές του φυσικού δικαίου, αρκείται στην επισήμανση ότι η πολιτεία θεσπίζεται μέσω της εθελούσιας συμφωνίας των μελών της και ότι η ανώτατη αρχή θεσπίζεται μέσω της εθελούσιας υποταγής του λαού, δίχως αυτές οι διαδικασίες να ορίζονται με αυστηρό τρόπο ως νομικές ή συμβολαιακές. Ο Χομπς είναι λοιπόν ο πρώτος θεωρητικός της φυσικής κατάστασης που πραγματοποιεί μια επανάσταση στο εσωτερικό του νεότερου φυσικού δικαίου, κατασκευάζοντας μια νομική θεωρία του συμβολαίου και της σύμβασης, την οποία και χρησιμοποιεί με αυστηρό τρόπο, για να περιγράψει λεπτομερώς τη γένεση της πολιτικής κοινωνίας.
Αντίθετα με τους προγενέστερους, ο Χομπς σκέφτεται πρώτος τη φυσική κατάσταση ως απολύτως φυσική, καλώντας μας ως αναγνώστες να φανταστούμε ότι η πολιτική κοινωνία στην οποία ζούμε διαλύεται και κατακερματίζεται στα εξ ων συνετέθη. Η μέθοδος αυτή δικαιολογείται στον Πρόλογο του Περί του πολίτη ως εξής:
«Όσον αφορά τη μέθοδο, θεώρησα ότι η τάξη του λόγου, όσο σαφής κι αν ήταν, δεν επαρκούσε, αλλά ότι θα έπρεπε να αρχίσω από την πρώτη ύλη της πολιτείας και να προχωρήσω κατόπιν στη γένεση και στη μορφή της, καθώς και στην πρώτη αρχή της δικαιοσύνης. Διότι, για να γνωρίσουμε με τον καλύτερο τρόπο ένα πράγμα, πρέπει να ξεκινήσουμε από τα πράγματα από τα οποία αυτό αποτελείται. Όπως σε ένα ρολόι, ή σε κάποια άλλη πολύπλοκη αυτόματη μηχανή, δεν μπορούμε να ξέρουμε ποια είναι η λειτουργία του κάθε μέρους και του κάθε εξαρτήματος, αν δεν το διαλύσουμε και δεν εξετάσουμε πλήρως το υλικό, τη μορφή και την κίνηση του κάθε μέρους, έτσι και στην έρευνα σχετικά με το δίκαιο της πολιτείας και τα καθήκοντα των πολιτών είναι απαραίτητο, όχι φυσικά να διαλύσουμε την πολιτεία, αλλά να την θεωρήσουμε σαν να είχε διαλυθεί, δηλαδή να κατανοήσουμε καλά ποια είναι η ανθρώπινη φύση, ποια πράγματα την καθιστούν ικανή ή ανίκανη να σχηματίσει μια πολιτεία και πώς πρέπει να φέρονται οι άνθρωποι μεταξύ τους εάν θέλουν να ενωθούν».
Απομονώνοντας αυτό το χωρίο από τα συμφραζόμενά του και φωτίζοντάς το υπό το πρίσμα της ρουσσωικής σκέψης, θα ήταν δυνατόν να θεωρηθεί ότι, σύμφωνα με τον Χομπς (όπως και σύμφωνα με τον Ρουσσώ), για να γνωρίσουμε τον φυσικό άνθρωπο πρέπει να ξεκινήσουμε από το μεμονωμένο άτομο και να συνθέσουμε βαθμηδόν τις κοινωνικές σχέσεις. Έτσι, ο Χομπς εύκολα θα μπορούσε να κατηγορηθεί για λογική ασυνέπεια: ενώ υπόσχεται μια περιγραφή της προ-κοινωνικής ανθρώπινης φύσης, εντέλει κάνει λόγο για τον κοινωνικοποιημένο και πολιτισμένο άνθρωπο. Πρόκειται για τη γνωστή κριτική που του άσκησε ο Μοντεσκιέ, την οποία επανέλαβε και ο Ρουσσώ.
Όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά: αν ανατρέξουμε στα κείμενα του Χομπς που εξετάζουν την ανθρώπινη φύση, θα διαπιστώσουμε ότι η υπόθεση της φυσικής κατάστασης δεν τους είναι προαπαιτούμενη, δηλαδή ότι η ανάλυση της ανθρώπινης φύσης πάντοτε προηγείται των κεφαλαίων που αναφέρονται στη φυσική κατάσταση. Τούτο καθίσταται απολύτως σαφές από την ανάγνωση του πρώτου μέρους του Λεβιάθαν. Η ανθρώπινη φύση εξετάζεται από τον Χομπς με βάση τα πορίσματα της φυσικής. Δεν πρόκειται, όπως συμβαίνει στον Ρουσσώ, για την αποκάλυψη ενός θησαυρού που έχει καλυφθεί κάτω από διαδοχικά στρώματα εκπολιτισμού. Ο κοινωνικοποιημένος ή πολιτισμένος άνθρωπος δεν είναι απο-φυσικοποιημένος∙ αντιθέτως, και ο πολιτισμένος άνθρωπος κυριαρχείται από τη φύση. Αρχίζοντας το Περί του πολίτη, ο Χομπς προϋποθέτει ως γνωστή την ανθρώπινη φύση, επειδή την έχει αναλύσει στα προηγούμενα έργα του. Το Περί του πολίτη (De cive, 1642) είναι το τρίτο μέρος των Στοιχείων φιλοσοφίας και εξετάζει τα πολιτικά σώματα, ενώ είχαν προηγηθεί τα έως τότε αδημοσίευτα Περί του σώματος (De corpore, δημοσιεύτηκε το 1656 και μελετά τα σώματα εν γένει) και Περί του ανθρώπου (De Homine, δημοσιευμένο το 1658, αποτελεί μελέτη του ανθρώπου ως επιμέρους σώματος).
Ο Χομπς, λοιπόν, κατάφερε να αποδομήσει πλήρως την πολιτική κοινωνία, έχοντας φθάσει στην απόλυτη, καθαρή φύση. Κατόπιν, έρχεται η στιγμή να ανοικοδομήσει μια τέλεια πολιτική κοινωνία, δηλαδή ένα κράτος που να συνάδει στον μέγιστο βαθμό με την αναζήτηση της ανθρώπινης ευτυχίας. Όσο περίεργο κι αν φαίνεται, η έκφραση «τέλεια πολιτεία» (civitas perfecta / perfect city) υπάρχει μέσα στο κείμενο του Περί του πολίτη (βλ. κεφάλαιο 6, παράγραφος 13). Λόγω της ιδιαίτερης αναζήτησης της ευτυχίας από τον κάθε άνθρωπο, το εγχείρημα να κατασκευαστεί ένα τέτοιο τέλειο οικοδόμημα παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες, οι οποίες θα ήταν ανυπέρβλητες εάν δεν υπήρχε το κοινωνικό συμβόλαιο.
Ασφαλώς, η θεωρητική περίπτωση του Χομπς είναι ιδιάζουσα: έχουμε ενώπιόν μας έναν υλιστή φιλόσοφο (οι άνθρωποι δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μόνο σώματα), έναν εμπειριστή (κάθε γνώση προέρχεται από την αισθητηριακή εμπειρία), έναν στοχαστή που επιμένει ιδιαίτερα στη σχέση του ζώου και της ζωής με τον χρόνο (τα στοιχεία που διακρίνουν τον άνθρωπο από τα άλλα ζώα είναι αποκλειστικά η μνήμη και η φαντασία). Κι ωστόσο, αυτός ακριβώς ο φιλόσοφος προτείνει να παραμερίσουμε την εμπειρική και ιστορική πραγματικότητα, για να ανασυνθέσουμε ένα πολιτικό οικοδόμημα βασισμένο σε συμβάσεις και σε συμβόλαια.
Πράγματι, ο Χομπς είναι υλιστής και συλλαμβάνει τον άνθρωπο ως ένα κομμάτι ύλης εν κινήσει: «η ζωή δεν είναι παρά η κίνηση των μελών του σώματος». Υπάρχουν δύο είδη κίνησης: η ζωτική κίνηση (για παράδειγμα: η κυκλοφορία του αίματος, η αναπνοή) και η ζωική ή εκούσια κίνηση (για παράδειγμα: η μετακίνηση, η ομιλία). Η πρώτη πραγματοποιείται δίχως τη βοήθεια της φαντασίας, ενώ η δεύτερη προϋποθέτει πάντοτε τη φαντασία. Η φαντασία λοιπόν ορίζεται ως «η πρώτη εσωτερική απαρχή κάθε εκούσιας κίνησης». Οι εσωτερικές αιτίες όλων των εκούσιων ανθρώπινων πράξεων ονομάζονται πάθη. Ανάμεσα στα πάθη, που διακρίνονται σε απλά και σε σύνθετα, ξεχωρίζει ένα καθολικό πάθος των ανθρώπων για εξουσία, μια γενική κλίση του ανθρώπινου είδους στο σύνολό του: «η αιώνια και ασίγαστη επιθυμία για εξουσία και ακόμη περισσότερη εξουσία, που σταματά μόνο με τον θάνατο».
Η κίνηση λοιπόν των ανθρώπων δεν είναι αυθαίρετη, αλλά ακολουθεί συγκεκριμένο σκοπό: την απόκτηση εξουσίας. Η επιθυμία για εξουσία, υπό οποιαδήποτε μορφή κι αν εμφανίζεται, είναι η επιθυμία που κυριαρχεί στον άνθρωπο, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη φυσική του κατάσταση. Ο άνθρωπος επιθυμεί τη συσσώρευση διαρκώς περισσότερης εξουσίας, όχι τόσο επειδή αρέσκεται σε νέες εξουσίες, αλλά κυρίως επειδή δεν μπορεί να διασφαλίσει όσες κατέχει ήδη, παρά μόνο μέσω της συνεχούς απόκτησης επιπλέον εξουσίας. Αυτή η ξέφρενη κούρσα προς την εξασφάλιση ισχύος και εξουσίας δεν μπορεί να ανακοπεί στη φυσική κατάσταση. Αντιθέτως, οδηγεί σε ολοένα βιαιότερες συγκρούσεις μεταξύ των ανθρώπων, στην αλληλοεξόντωση, στην πολεμική σύγκρουση μέχρις εσχάτων. Αυτή η συγκρουσιακή πραγματικότητα της φυσικής κατάστασης έχει όνομα: πρόκειται για τον διαβόητο χομπσιανό «πόλεμο όλων εναντίον όλων».
Οι άνθρωποι επιδιώκουν να συνενωθούν και φτιάχνουν πολιτικές κοινωνίες, επειδή είναι εγωιστικά ζώα και όχι επειδή η φύση τους θα τους οδηγούσε ανιδιοτελώς να επιθυμούν τη συμβίωση με τους όμοιούς τους. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για πολιτικά ή για κοινωνικά ζώα. Επιπλέον, δεν έχουν απολύτως καμία εκ γενετής κλίση προς την ειρηνική συνύπαρξη με τους άλλους, η οποία εντούτοις τούς είναι απαραίτητη για να μην πεθάνουν βίαια.
Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται και παραμένουν αχαλίνωτοι, επιδιώκουν να ικανοποιήσουν άμετρα και αδιάκοπα τις επιθυμίες τους για τροφή, πλούτο, δόξα και γνώση. Τούτο το διαρκές κυνήγι των επιθυμιών, ο Χομπς το ονομάζει ευδαιμονία (ευτυχία). Πάντως, η ειρήνη με τον εαυτό τους και η ειρήνη με τους άλλους δεν είναι ποτέ αυτονόητη, δεν είναι ποτέ φυσική: και σε κάθε άνθρωπο και ανάμεσα σε διαφορετικούς ανθρώπους, ο πόλεμος είναι πολύ πιο φυσικό πράγμα απ’ ό,τι η ειρήνη. Η διαπίστωση αυτή ισχύει για όλους τους ανθρώπους, παρ’ όλο που υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους ως προς το κατά πόσον μπορούν να μάθουν να συγκρατούν τα πάθη τους. Ο ανταγωνισμός ωθεί τους ανθρώπους να μάχονται για το κέρδος, η δυσπιστία για την ασφάλεια και η δόξα για τη φήμη. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να επιβληθεί με φυσικό τρόπο σε όλους τους άλλους, ενώ ο καθένας, όση ισχύ κι αν έχει συσσωρεύσει, διατρέχει εξίσου τον κίνδυνο να χάσει τη ζωή του με βίαιο τρόπο.
Επομένως, καθίσταται σαφές ότι η άμετρη επιθυμία των ανθρώπων για εξουσία οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στον θάνατο και γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει να αναχαιτισθεί. Επειδή όμως τούτο δεν είναι δυνατόν να συμβεί στη φυσική κατάσταση, η μόνη λύση που απομένει συνίσταται στην εγκατάλειψη αυτής της κατάστασης και στην εγκαθίδρυση μιας άλλης τάξης πραγμάτων. Από φυσική αναγκαιότητα, ο κάθε άνθρωπος υποχρεώνεται να προχωρήσει σε έναν πρώτο στοιχειώδη υπολογισμό αυτοσυντήρησης, χρησιμοποιώντας τη φυσική δύναμη και την ελευθερία του, όχι βέβαια κατά τρόπο ορθολογικό, αλλά τουλάχιστον κατά τρόπο μη παράλογο. Οι άνθρωποι αρχίζουν να κατανοούν ότι η ειρήνη, στον βαθμό που μπορεί να υπάρξει, αποτελεί το καλύτερο μέσον για να διατηρηθούν στη ζωή. Έτσι φτάνουμε στο κοινωνικό συμβόλαιο.
Το συμβόλαιο επιφορτίζει το κράτος με μια λειτουργία: να εξασφαλίσει την κοινωνική ειρήνη, επιτρέποντας σε κάθε άτομο να ζήσει μια κατά το δυνατόν ορθολογική και ελεύθερη ζωή στο πλαίσιο της έννομης τάξης. Το κράτος υπάρχει επειδή οι άνθρωποι χρειάζονται ένα εργαλείο που να τους προστατεύει, απομακρύνοντας τον κίνδυνο του βίαιου και αιφνίδιου θανάτου. Αυτή η βασική λειτουργία του κράτους καθορίζει την ενιαία μορφή και την απόλυτη ισχύ του.
Ο άνθρωπος της φυσικής κατάστασης είναι καταδικασμένος να ζει σε μια διαρκή αντινομία: αν τηρήσει τους νόμους της φύσης, κινδυνεύει να πεθάνει βίαια από τη δράση κάποιων άλλων ανθρώπων που δεν θα τους τηρήσουν· αν δεν τους τηρήσει, συνεχίζει να ζει στη φυσική κατάσταση κινδυνεύοντας ανά πάσα στιγμή να βρει βίαιο θάνατο. Είτε αποφασίσει να σεβαστεί τους νόμους της φύσης είτε όχι, ο θάνατος παραμονεύει σε κάθε στιγμή. Η μόνη προοπτική επιβίωσης και η μοναδική διέξοδος που προσφέρεται στους ανθρώπους είναι η έξοδος από τη φυσική κατάσταση μέσω μιας αμοιβαίας συμφωνίας, δηλαδή η οδός του κοινωνικού συμβολαίου.
Τούτο συμβαίνει επειδή ο Χομπς δεν θεμελιώνει την πολιτική του σε κάποιο υπέρτατο αγαθό, αλλά μάλλον στο υπέρτατο κακό: αναζητεί το μη χείρον κι όχι το βέλτιστο. Εκκινεί από το ελάχιστο δυνατό και προσπαθεί να αποφύγει την υπέρτατη εξαθλίωση, τη χειρότερη εκδοχή, δηλαδή τον θάνατο, και μάλιστα τον βίαιο θάνατο. Ο φόβος του βίαιου και απότομου θανάτου είναι άμεσα θανατηφόρος. Ελλοχεύει παντού και πάντα εκεί όπου μαίνεται ανεξέλεγκτος ο πόλεμος, κυρίως και πρωτίστως ο εμφύλιος πόλεμος. Γι’ αυτό και η πολιτική σκέψη του Χομπς χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια αποφυγής πάση θυσία των εμφύλιων διχασμών και συρράξεων.
Η τάξη και η ειρήνη πρέπει να βασιλεύουν, ώστε ο καθένας να μπορεί να αναζητεί την ευτυχία του, υπό την προστασία των νόμων και της κυρίαρχης εξουσίας που εγγυάται την τήρησή τους. Σε αντίθεση με τις θεωρίες άλλων φιλοσόφων, που προηγούνται ή έπονται, η πολιτική θεωρία του Χομπς τίθεται στην υπηρεσία του κράτους, όχι επειδή αναγνωρίζει κάποιον ηθικό σκοπό σε αυτό, αλλά επειδή μόνο το κράτος μπορεί να εγγυηθεί τη ζωή και την ατομική ασφάλεια των ανθρώπων. Πρόκειται για φιλοσοφία που δεν ενδιαφέρεται να οδηγήσει τους ανθρώπους προς οποιαδήποτε τελειότητα, αλλά θέλει απλώς να τους εξασφαλίσει μια ζωή δίχως βία και συγκρούσεις. Εκείνο που πάντοτε προέχει είναι η επιβίωση και η αναστολή του θανάτου. Βεβαίως, αυτό δεν είναι καθόλου αμελητέο, όσο κι αν θα προτιμούσαμε κάτι περισσότερο, ας πούμε ό,τι προκύπτει από την εξής έμμεση απάντηση του Σπινόζα στον Χομπς: «όταν λέω πως το καλύτερο κράτος είναι εκείνο στο οποίο οι άνθρωποι περνούν τη ζωή τους με ομόνοια, εννοώ μια ζωή ανθρώπινη: εκείνη που ορίζεται όχι μόνο από την κυκλοφορία του αίματος κι από άλλες λειτουργίες κοινές σε όλα τα ζώα, αλλά προπάντων από τον λόγο κι από την αυθεντική ψυχική αρετή και ζωή».