Εμπειρία και ορθολογισμός

Φόβος των Μαζών: Πρόλογος
21 Ιουνίου, 2018
Περί εγκλημάτων και ποινών
22 Ιουνίου, 2018
Show all

Εμπειρία και ορθολογισμός

Σκοπός του παρόντος κειμένου είναι να εξετάσει την έννοια της εμπειρίας, όπως αυτή εμφανίζεται και επενεργεί στο εσωτερικό του φιλοσοφικού ρεύματος που έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε ορθολογισμό. Είναι σαφές πως πρόκειται για ένα θέμα εξαιρετικά ευρύ, με αναρίθμητες πτυχές, εάν προσπαθούσε κανείς να το διερευνήσει εξαντλητικά. Γι’ αυτό και εδώ θα περιοριστούμε σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο, καθώς και σε ορισμένα επιλεγμένα παραδείγματα.

Θα μπορούσαμε ασφαλώς να υποστηρίξουμε ότι η εμπειρία, και μάλιστα ό,τι αποκαλείται συνήθως «καθημερινή» ή «βιωμένη» εμπειρία, αποτέλεσε ανέκαθεν το πρωταρχικό υλικό κάθε φιλοσοφικού εγχειρήματος. Πράγματι, πολύ δύσκολα θα ήταν δυνατό να βρεθεί φιλοσοφική θεωρία ή φιλοσοφικό σύστημα που να μην εδράζεται, έστω και κατ’ ελάχιστον, σε κάποια εμπειρικά δεδομένα, σε μιαν ορισμένη ανθρώπινη εμπειρία. Ήδη στον αρχαιοελληνικό ορισμό της φιλοσοφίας ως φιλίας προς τη σοφία δηλώνεται σαφώς η ιδέα της πρακτικής και έμπρακτης, εμπειρικής θα λέγαμε, σχέσης με τη σοφία, αλλά και με τη φιλία την ίδια. Aπό τη σκοπιά αυτή, για τους Aρχαίους δεν θα είχε κανένα νόημα κάποιο είδος φιλοσοφίας που θα διαδραματιζόταν εξ ολοκλήρου εκτός του εμπειρικού πεδίου ενός «φιλόσοφου βίου».

Ωστόσο, η στενή σχέση της φιλοσοφίας με την εμπειρία δεν εντοπίζεται μόνο στην Aρχαιότητα. Aντιθέτως: υπό μίαν έννοια, όσο προχωρούν οι αιώνες, τόσο περισσότερο η ίδια η εμπειρία καθίσταται φιλοσοφικό πρόβλημα. Σε τέτοιον βαθμό μάλιστα, ώστε ένα ολόκληρο ρεύμα σκέψης στη νεότερη φιλοσοφία να ονομάζεται, χαρακτηριστικά, εμπειρισμός. O εμπειρισμός συνήθως παρουσιάζεται ως το ακριβώς αντίθετο του ορθολογισμού. Σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς της φιλοσοφίας, μία από τις μεγαλύτερες διαμάχες στη φιλοσοφία είναι εκείνη μεταξύ των εμπειριστών και των ορθολογιστών. Τούτο υποστηρίζει, για παράδειγμα, ο Mπέρτραντ Pάσσελ. Στην προοπτική του Pάσσελ, αυθεντικότεροι εκφραστές του εμπειρισμού θεωρούνται ο Λοκ, ο Mπέρκλεϋ και ο Xιουμ· ενώ σε σημαντικότερους εκπροσώπους του ορθολογισμού αναγορεύονται ο Nτεκάρτ, ο Σπινόζα και ο Λάιμπνιτς. Την ίδια περίπου κατάταξη συναντούμε άλλωστε στις περισσότερες ιστορίες της φιλοσοφίας, ακόμα και στις πλέον σύγχρονες.

Για την κυρίαρχη αυτή προοπτική, η βασική σύγκρουση μεταξύ εμπειρισμού και ορθολογισμού εντοπίζεται στο πεδίο της γνωσιοθεωρίας, δηλαδή εδράζεται στο ζήτημα των σχέσεων της γνώσης, των ιδεών και της σκέψης γενικότερα, με την εμπειρία, αφενός, και με τον λόγο, αφετέρου. Και τούτο, διότι θεωρείται δεδομένο ότι η κάθε παράδοση, του εμπειρισμού ή του ορθολογισμού, προσδίδει αντιστοίχως λιγότερη ή περισσότερη έμφαση στην εμπειρία ή στον λόγο, δηλαδή στη μία ή στην άλλη από τις πιθανές πηγές γνώσης και ιδεών.

Ασφαλώς τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, όσο φαίνονται πιθανόν εκ πρώτης όψεως. Αν η αρχική παραδειγματική διατύπωση της εν λόγω «δογματικής» διαμάχης οφείλεται στον Καντ, ο οποίος και επιδίωξε να απονείμει δικαιοσύνη ιδρύοντας το «Δικαστήριο του Λόγου», ωστόσο η συστηματική χρήση των όρων «εμπειριστής» και «ορθολογιστής» είναι κυρίως προϊόν της ιστορίας της φιλοσοφίας του δέκατου ένατου και, εν μέρει, του εικοστού αιώνα, η οποία αντιμετώπισε συχνά τη φιλοσοφία του δέκατου έβδομου και του δέκατου όγδοου αιώνα κατά τρόπο εξιδανικευτικό ή και σχηματικό.

Υπό αυτούς τους γενικευτικούς όρους, λοιπόν, ένας εμπειριστής φιλόσοφος είναι εκείνος που θα αναζητήσει τη σύνδεση μεταξύ των περιεχομένων του νου (δηλαδή των γνώσεων και των πεποιθήσεων) και της απόκτησής τους, μέσα από την αισθητηριακή εμπειρία και μέσα από την παρατήρηση. Ο εμπειριστής θα υποστηρίξει ότι η εμπειρία αποτελεί το θεμέλιο της αλήθειας και του νοήματος, και ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε (ή να μιλήσουμε λογικά για) πράγματα που βρίσκονται πέραν της εμπειρίας. Aντιθέτως, ένας ορθολογιστής φιλόσοφος είναι εκείνος που θα υποστηρίξει ότι ο καθαρός λόγος όχι απλώς μπορεί κάλλιστα, αλλά και επιβάλλεται να αποτελέσει πηγή γνώσης και αληθών ιδεών. Ο ορθολογιστής θα ισχυριστεί πως οτιδήποτε σκεφτόμαστε, που να έχει νόημα και σημασία, υπερβαίνει σαφώς τα εμπειρικά δεδομένα και δεν περιορίζεται από αυτά.

Με βάση τα προηγούμενα, διαφαίνεται με αρκετή ευκρίνεια ένας κίνδυνος που ελλοχεύει πάντοτε, όταν ασχολούμαστε με την ιστορία της φιλοσοφίας: ταξινομώντας και κατατάσσοντας τους φιλοσόφους σε «κινήματα», «ρεύματα» ή «σχολές σκέψης», με σκοπό την ευκολότερη κατανόηση των φιλοσοφικών τους θέσεων, κινδυνεύουμε να ενδώσουμε σε στερεότυπα και να υιοθετήσουμε προκατασκευασμένα σχήματα, τα οποία, συχνά, δεν ανταποκρίνονται στο γράμμα των κειμένων. Όταν διαβάζουμε προσεκτικά τα ίδια τα φιλοσοφικά κείμενα, διαπιστώνουμε πως η πραγματικότητα είναι εξαιρετικά συνθετότερη και πως η κατηγοριοποίηση των φιλοσόφων ενέχει συχνά κάποιο, μικρότερο ή μεγαλύτερο, ποσοστό αυθαιρεσίας.

Tούτων λεχθέντων, είναι σαφές ότι μπορούμε να συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε τους παραδοσιακούς ταξινομητικούς χαρακτηρισμούς, για λόγους πρακτικούς ή διδακτικούς, έχοντας όμως πάντοτε κατά νου τα όρια της εμβέλειάς τους. Θα εξακολουθήσουμε, λοιπόν, να κάνουμε λόγο για ορθολογισμό, και μάλιστα ειδικότερα για τον κλασικό ορθολογισμό του δέκατου έβδομου αιώνα. Γιατί όμως τον ονομάζουμε «κλασικό»;

Με δεδομένο ότι ορθολογισμός ή ρασιοναλισμός είναι η φιλοσοφική θέση που αποφαίνεται πως η αληθινή φύση της πραγματικότητας μπορεί να καταστεί γνωστή αποκλειστικά μέσω του ορθού λόγου, της recta ratio, ο ορθολογισμός ενδιαφέρεται κυρίως για τη γνώση, την προέλευσή της και την κατάκτησή της από τον άνθρωπο. Ωστόσο δεν περιορίζεται μόνο στο πεδίο της γνωσιοθεωρίας, αλλά επεκτείνεται στην περιοχή της μεταφυσικής και της οντολογίας. Σύμφωνα με τους ορθολογιστές, επειδή η πραγματικότητα έχει μια εγγενώς ορθολογική δομή, υπάρχουν αλήθειες που ο νους μπορεί να τις συλλάβει άμεσα, δίχως τη διαμεσολάβηση των αισθήσεων. Aσφαλώς, με αυτήν την έννοια, στοιχεία ορθολογισμού εντοπίζονται σε πολλά φιλοσοφικά συστήματα μέσα στην ιστορία της σκέψης.

Εντούτοις, ο ορθολογισμός ως κλασικός, δηλαδή ως σταθμός που καθορίζει και εδραιώνει τους κανόνες της νεότερης (πιθανότατα και της σύγχρονης) ορθολογικότητας, προκύπτει μέσα από το έργο τριών φιλοσόφων του δέκατου έβδομου αιώνα: του Ντεκάρτ, του Σπινόζα και του Λάιμπνιτς. Mάλιστα, η μεταφυσική ένταση με την οποία οι φιλόσοφοι αυτοί προβάλλουν την ισχύ και την εμβέλεια του λόγου οδήγησε τον Mερλώ-Ποντύ να κάνει λόγο για τον «Mεγάλο Oρθολογισμό» του δέκατου έβδομου αιώνα. Tο ερώτημα όμως που προκύπτει εδώ, ως λογική συνέπεια, είναι το εξής: είναι δυνατόν η εμπειρία να παίζει κάποιον ρόλο στο εσωτερικό του ορθολογισμού; Ποια θα μπορούσε να είναι η θέση της εμπειρίας μέσα σε έναν τόσο απόλυτο και αυστηρό κλασικό ορθολογισμό;

Στη συνέχεια θα επιχειρηθεί να καταδειχθεί ότι, παρά τα φαινόμενα, οι ορθολογιστές χρησιμοποιούν ευχαρίστως την έννοια της εμπειρίας, και μάλιστα βασίζονται σε αυτήν με τρόπο που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: η εμπειρία εμφανίζεται ως υποβοηθητική ή και ως απολύτως συμπληρωματική του λόγου. Ωστόσο, προτού προχωρήσουμε, θα ήταν σκόπιμο να διακρίνουμε δύο διαφορετικές σημασίες της εμπειρίας στην εποχή για την οποία μιλούμε. Mε την πρώτη σημασία του, ο όρος εμπειρία (experientia) συγχέεται τρόπον τινά με το πείραμα και τον πειραματισμό (experimentum), χαρακτηρίζοντας κυρίως τη νέα επιστημονική πειραματική μέθοδο. Mε τη δεύτερη σημασία του, ο όρος δηλώνει περίπου ό,τι και σήμερα ονομάζουμε εμπειρία ή πείρα. Ας δούμε εν συντομία την πρώτη σημασία της εμπειρίας.

Στις αρχές του δέκατου έβδομου αιώνα, ένας από τους θεμελιωτές της νεότερης φιλοσοφίας, ο Φράνσις Mπέικον, περιέγραψε μια μεθοδολογικού τύπου αντιπαράθεση ως εξής: «Οι εμπειριστές είναι σαν τα μυρμήγκια: συλλέγουν απλώς υλικά και τα χρησιμοποιούν. Ενώ οι ορθολογιστές μοιάζουν με τις αράχνες: πλέκουν τον ιστό τους γύρω από τον εαυτό τους». Παρ’ όλο που, κάνοντας εδώ λόγο για ορθολογιστές (reasoners / rationales), ο Mπέικον εννοεί κυρίως τους Σχολαστικούς, το μοντέλο των μυρμηγκιών και των αραχνών παραπέμπει σε δύο αντιτιθέμενες φιλοσοφικές σχολές, εκ των οποίων η πρώτη βασίζεται στην προσεκτική παρατήρηση, ενώ η δεύτερη επαφίεται στην καθαρή σκέψη. Όσο εύστοχη κι αν φαντάζει η διατύπωση του Mπέικον, εντούτοις, στην προκειμένη περίπτωση, είναι αρκετά εύκολο να καταδειχθεί ότι κανένας από τους εκπροσώπους του κλασικού ορθολογισμού (τουλάχιστον, κανένας από τους τρεις στους οποίους αναφερθήκαμε προηγουμένως ονομαστικά) δεν υποτιμούσε τον ρόλο της εμπειρικής έρευνας και της πειραματικής μεθόδου, προκειμένου να οδηγηθεί με επιτυχία στην ορθή κατανόηση του σύμπαντος.

Eίναι σαφές ότι ο ρόλος που διαδραμάτισαν οι τρεις μεγάλοι ορθολογιστές σε αυτό που συχνά αποκαλούμε επιστημονική επανάσταση του δέκατου έβδομου αιώνα ήταν καθοριστικός. Την εποχή εκείνη, ως γνωστόν, αναδύεται και παγιώνεται μια ριζικά νέα κοσμοεικόνα, που οδηγεί σε νέα επιστήμη και σε νέα φιλοσοφία. Ένας από τους κεντρικούς άξονες της νεότερης φιλοσοφίας υπήρξε η αποφασιστική απόρριψη της μεσαιωνικής σχολαστικής εμπιστοσύνης σε ποιοτικές περιγραφές και εξηγήσεις, καθώς και η επιμονή στην ανάγκη μιας ορθής κατανόησης του φυσικού κόσμου με ποσοτικούς όρους. Η νέα δεσπόζουσα αρχή βρίσκεται συμπυκνωμένη στη διάσημη διατύπωση του Γαλιλαίου, που αποφαίνεται ότι το μεγάλο βιβλίο του Σύμπαντος δεν μπορεί να γίνει κατανοητό, παρά μόνο αν το διαβάσουμε στη γλώσσα στην οποία έχει γραφεί, δηλαδή στη γλώσσα των μαθηματικών.

Ένα μαθηματικό, και πιο συγκεκριμένα γεωμετρικό, μοντέλο ήταν εκείνο που ενέπνευσε το καρτεσιανό πρόγραμμα για τη φυσική. O Σπινόζα και ο Λάιμπνιτς θα ακολουθήσουν το καρτεσιανό μαθηματικό μοντέλο, ο καθένας με τον τρόπο του. Ωστόσο, δεν θα παραγνωρίσουν τον ρόλο της αισθητηριακής εμπειρίας στην επιστημονική αναζήτηση της αλήθειας. Aσφαλώς, οι ορθολογιστές του δέκατου έβδομου αιώνα είχαν από κοινού την πεποίθηση της δυνατότητας κατάκτησης ενός ανώτερου είδους γνώσης ―σε σχέση προς εκείνο που απορρέει από τις αισθήσεις― μέσω της χρήσης του λόγου.

O Ντεκάρτ πίστευε πως μία από τις βασικές προϋποθέσεις της μεταφυσικής είναι να οδηγηθεί το πνεύμα μακριά από την αισθητή εμπειρία, να απελευθερωθεί από τα δεσμά των αισθήσεων. Θεωρούσε επίσης πως το εσωτερικό μας «φυσικό φως» ή «φως του λόγου» μπορεί να οδηγήσει σε βεβαιότατες γνώσεις, καθιστώντας μας ικανούς να διεισδύσουμε στα μυστικά ακόμα και των πλέον απόκρυφων επιστημών.

Σύμφωνα με τον Σπινόζα, εξάλλου, μόνον ο λόγος μπορεί «να συλλάβει τα πράγματα αληθινά, όπως είναι αυτά καθεαυτά», επειδή ακριβώς ο λόγος (που αποτελεί το ‘δεύτερο είδος γνώσης’) είναι «κατ’ ανάγκην αληθής».

O Λάιμπνιτς, πάλι, συμμερίζεται την καρτεσιανή έννοια του «φυσικού φωτός» του λόγου, το οποίο μας καθιστά ικανούς να γνωρίσουμε τις αναγκαίες αλήθειες. Σύμφωνα με τον γερμανό φιλόσοφο, «οι αισθήσεις μπορούν να μας βοηθήσουν κατά κάποιον τρόπο να γνωρίσουμε αυτό που είναι, αλλά δεν θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να γνωρίσουμε αυτό που πρέπει να είναι ή αυτό που δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς». Είναι απαραίτητο, κατά συνέπεια, να ξεπεράσουμε τα δεδομένα των αισθήσεων, ούτως ώστε να φτάσουμε στη γνώση «των αναγκαίων και καθολικών αληθειών των επιστημών».

Ωστόσο, η προτεραιότητα που αποδίδεται στα πορίσματα του λόγου, σε αντίθεση με εκείνα των αισθήσεων, δεν είναι απόλυτη. Μπορεί οι σχέσεις που αποκαλύπτει η επιστημονική έρευνα να είναι σχέσεις αναγκαίες, αλλά τούτο δεν συνεπάγεται τον περιορισμό της επιστημονικής πρακτικής σε μια μεθοδολογία που έχει αποκλειστικά έναν χαρακτήρα a priori. Aντίθετα, οι ορθολογιστές θα επιμείνουν στο γεγονός ότι αυτές οι αναγκαίες σχέσεις και οι αναγκαίες αλήθειες πρέπει να αποδειχθούν και a posteriori, διαμέσου της εμπειρικής έρευνας. Παραδείγματος χάριν, σύμφωνα με τον Λάιμπνιτς, ο προσεκτικός πειραματισμός μπορεί συχνά να αποδειχθεί εξαιρετικά πολύτιμος, ακριβώς όπως και ο αφηρημένος στοχασμός. Η αξιοποίηση της πειραματικής μεθόδου, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην αποκάλυψη των πραγματικών ουσιών των πραγμάτων και των βαθύτερων αιτίων των φαινομένων, εκφράζει σαφώς μια κοινή πεποίθηση των ορθολογιστών φιλοσόφων, που είναι ταυτόχρονα και «επιστήμονες». Mε παρόμοιο τρόπο ο Ντεκάρτ διατυπώνει τον σκοπό της ανάπτυξης μιας «πρακτικής φιλοσοφίας» που θα υπερβαίνει «τη θεωρησιακή φιλοσοφία που διδάσκεται στις Σχολές». Ο γάλλος φιλόσοφος υποστηρίζει ότι μέσω αυτής της πρακτικής φιλοσοφίας θα μπορέσουμε να γνωρίσουμε τη δύναμη και τη δράση της φωτιάς, του νερού, του αέρα, των πλανητών, του ουρανού και όλων των άλλων σωμάτων του περιβάλλοντός μας, με τόση ευκρίνεια, όπως γνωρίζουμε και τις τέχνες που κατέχουν οι τεχνίτες. Και επιπλέον ότι θα μπορέσουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη γνώση, όπως ακριβώς οι τεχνίτες χρησιμοποιούν τη δική τους, εφαρμόζοντάς τη σε όλους τους σκοπούς που αρμόζει, ώστε εμείς οι άνθρωποι να γίνουμε τελικά «οι κύριοι και οι κυρίαρχοι της φύσης».

Aπό τα προηγούμενα, διαπιστώνουμε ότι ο κλασικός ορθολογισμός ενσωματώνει χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα και δυσκολίες την εμπειρία, υπό την έννοια του πειράματος και του πειραματισμού. Η νέα εμπειρική πειραματική μέθοδος, που βασίζεται στην παρατήρηση και στα δεδομένα των αισθήσεων, είναι χρησιμότατη για την πρόοδο των επιστημών, αρκεί να γνωρίζει κανείς να τη μεταχειρίζεται και να εξάγει τα σωστά συμπεράσματα από τη χρήση της. Αρκεί, δηλαδή, να γνωρίζει τα όρια και τους περιορισμούς που συνεπάγεται η αισθητηριακή εμπειρία. O λόγος είναι, εντέλει, εκείνος που θα επεξεργαστεί τα δεδομένα της εμπειρικής παρατήρησης, και που θα οδηγήσει το πνεύμα στην κατάκτηση της αλήθειας και της βεβαιότητας. Τούτος ο κανόνας φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από την επιστημολογική προοπτική του Σπινόζα, όπως αυτή εκφράζεται ανάγλυφα μέσα από τη διαφωνία του ολλανδού φιλοσόφου με τον άγγλο επιστήμονα Robert Boyle ως προς το ζήτημα της ρευστότητας και της σταθερότητας των σωμάτων. Με αφορμή τα πειράματα που πραγματοποιούσε ο Boyle σχετικά με το νίτρο, αναπτύχθηκε μια πολύ ενδιαφέρουσα αλληλογραφία του Σπινόζα με τον Boyle, χάρη στη διαμεσολάβηση του Henri Oldenburg, γραμματέα της Royal Society του Λονδίνου. Η αλληλογραφία αυτή δείχνει κατά τρόπο σαφή τα πλεονεκτήματα, αλλά και τα όρια της πειραματικής μεθόδου για έναν ορθολογιστή σαν τον Σπινόζα.

Μεγαλύτερο ωστόσο ενδιαφέρον, πιθανότατα, παρουσιάζει η έννοια της εμπειρίας υπό την άλλη σημασία της, δηλαδή όταν δεν εκλαμβάνεται ως στενά «επιστημονική». Η εμπειρία, με τη δεύτερη σημασία του όρου, μπορεί να γίνει ευκολότερα κατανοητή, εφόσον αναφέρεται στην άμεση, καθημερινή και βιωμένη εμπειρία του κάθε ανθρώπου. Ταυτόχρονα, όμως, είναι δυσκολότερο να θεματοποιηθεί από φιλοσοφική άποψη, επειδή και οι ίδιοι οι φιλόσοφοι, τουλάχιστον κατά τον δέκατο έβδομο ή δέκατο όγδοο αιώνα, δεν τη μελετούν με συστηματικό τρόπο. Συνεπώς, εάν θέλουμε να μιλήσουμε για την έννοια της εμπειρίας ―ως εμπειρικής βιωμένης ζωής― στον κλασικό ορθολογισμό, θα χρειαστεί να διατρέξουμε τα κείμενα των ορθολογιστών φιλοσόφων, να εντοπίσουμε τα σημεία όπου η εμπειρία περνά σε πρώτο πλάνο, λαμβάνοντας σαφώς τον λόγο, και να εξετάσουμε εάν από τη θεματοποίηση αυτή προκύπτουν αξιόλογα φιλοσοφικά συμπεράσματα. Ας επιχειρήσουμε λοιπόν μια τέτοια ανάγνωση, έχοντας πάντοτε υπόψη μας ότι φιλόσοφος από φιλόσοφο διαφέρει και ότι το ρεύμα που ονομάστηκε «κλασικός ορθολογισμός» δεν αντιπροσωπεύει μια μονολιθική φιλοσοφική διδασκαλία, αλλά συνιστά μάλλον ένα σύνολο ή ένα σύμπλεγμα μερικώς επικαλυπτόμενων θέσεων και ιδεών.

1. Θα μπορούσαμε να αρχίσουμε από τον Λάιμπνιτς, διότι από τους τρεις ορθολογιστές ήταν εκείνος με την πιο πολυκύμαντη και πολυτάραχη ζωή, και αναμφίβολα εκείνος με τις περισσότερες εμπειρίες: όχι μόνον έζησε 70 χρόνια (έναντι 54 του Ντεκάρτ και μόλις 44 του Σπινόζα), αλλά υπήρξε επίσης πολιτικός και διπλωμάτης, συναναστρεφόμενος όλη την ευρωπαϊκή καλή κοινωνία της εποχής. O Λάιμπνιτς συνδέθηκε με τους σημαντικότερους εκπροσώπους των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών της Ευρώπης, ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική ζωή, συνέλαβε ως κεντρική ιδέα την ενότητα της Ευρώπης και την οργάνωση, επιτέλους, ενός ενιαίου γερμανικού κράτους. Ποια στοιχεία απ’ όλη αυτή τη δραστηριότητα φαίνεται να αποτυπώνονται στο φιλοσοφικό του έργο; Ελάχιστα πράγματα, εκ πρώτης όψεως. Θα πρέπει να ανατρέξουμε στην Αλληλογραφία του, αν θέλουμε να βρούμε αποσπάσματα αυτοβιογραφικά και αναστοχαστικά των εμπειριών του. Υπάρχουν όμως και τα πολιτικά του κείμενα, περί δικαιοσύνης και φυσικού νόμου, περί κράτους και κοινωνικής ζωής, όπου η εμπειρία βρίσκει τη θέση που της αξίζει. Mε όχημα την ιστορική εμπειρία, ο Λάιμπνιτς θα προτείνει τις δικές του λύσεις στα προβλήματα της ευρωπαϊκής πολιτικής ζωής, στοχεύοντας όπως πάντα στη συμφιλίωση, τη σύνθεση και την αρμονία.

Ωστόσο, δεν θα αστοχούσαμε εντελώς εάν σκεφτόμασταν ότι η εμπειρία παίζει κάποιον ρόλο και στην πιο πρωτότυπη φιλοσοφική ιδέα του Λάιμπνιτς, δηλαδή στη σύλληψη της μονάδας. Τι είναι η μονάδα; Ως προς τη φύση της, είναι απλή, χωρίς μέρη, χωρίς διαστάσεις, χωρίς σχήμα. Eίναι δημιουργημένη, εμφανίζεται από το τίποτα και το πουθενά. Κι όμως είναι κάτι, αποτελεί υπόσταση, έχει ιδιότητες. Tο σημαντικότερο χαρακτηριστικό της μονάδας είναι ότι υπόκειται σε αλλαγές. Όμως τι αλλάζει στη μονάδα, εφόσον αυτή δεν έχει μέρη; O Λάιμπνιτς κάνει λόγο για «κάποια λεπτομέρεια εκείνου που μεταβάλλεται, ώστε να παράγει την εξειδίκευση και την ποικιλία των απλών υποστάσεων». Η λεπτομέρεια, το απειροστό, οι απειροελάχιστες ποσότητες: αυτό που έχει σημασία εδώ δεν είναι οι υποστάσεις (οι μονάδες), αλλά τα περάσματα, οι μεταβάσεις, οι μεταβολές, οι μεταβατικές καταστάσεις, μέσα από τις οποίες το πολλαπλό γίνεται ένα. Εκείνο που έχει σημασία είναι η οπτική γωνία, η σκοπιά της κάθε μονάδας, η μοναδική αντίληψη των πραγμάτων, η ιδιαιτερότητα. Πιθανότατα μπορούμε να σκεφτούμε την ιδιαίτερη αντίληψη της κάθε μονάδας σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη εμπειρία του κάθε πράγματος μέσα στον κόσμο: η κάθε μονάδα διακρίνεται με βάση την ιδιαίτερη εμπειρία που έχει από και για τον κόσμο.

O Λάιμπνιτς, άλλωστε, θα ισχυριστεί στη Mοναδολογία ότι όλοι μας είμαστε εμπειριστές ή εμπειρικοί κατά τα τρία τέταρτα των πράξεών μας:

«Όταν δείχνουμε το ραβδί στα σκυλιά, θυμούνται τον πόνο που τους προξένησε στο παρελθόν και γρυλίζουν ή φεύγουν μακριά […] Συχνά μια έντονη εντύπωση φέρνει μονομιάς το αποτέλεσμα μακράς συνήθειας ή των πολλών επανειλημμένων μετρίων αντιλήψεων. Οι άνθρωποι ενεργούν όπως τα ζώα, στον βαθμό που οι ακολουθίες των αντιλήψεών τους προκύπτουν μόνο από την αρχή της μνήμης, όπως αυτοί οι εμπειρικοί γιατροί που διαθέτουν μόνο πρακτική, δίχως θεωρία. Κι εμείς, κατά τα τρία τέταρτα των πράξεών μας, δεν είμαστε παρά Εμπειρικοί. Για παράδειγμα, όταν προσδοκούμε ότι και αύριο θα είναι μέρα, συμπεριφερόμαστε ως Εμπειρικοί, διότι έτσι γινόταν πάντοτε μέχρι τώρα. Μόνον ο αστρονόμος το γνωρίζει μέσω του λόγου».

Η εμπειρία, η καθημερινή εμπειρία, έχει συνεπώς τον ρόλο και τη θέση της ακόμα και σε ένα απολύτως ορθολογικό φιλοσοφικό σύστημα, όπως είναι το σύστημα του Λάιμπνιτς.

2. Όμως ο σημαντικός ρόλος της εμπειρίας εκδηλώνεται ακόμα σαφέστερα στο πλαίσιο της σκέψης του ιδρυτή του ορθολογισμού –δικαιούμαστε να τον αποκαλούμε έτσι-, δηλαδή του Ντεκάρτ. Σε πολλά κείμενα, και όχι μόνο στις Επιστολές του, ο Ντεκάρτ αναφέρεται σε εμπειρικά δεδομένα, όπως και σε αρκετές προσωπικές εμπειρίες που είχε στη ζωή του, ούτως ώστε να πείσει τους αναγνώστες του με τρόπο αμεσότερο και αποτελεσματικότερο. Σε ένα σύντομο κείμενο, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως είδος «πνευματικής αυτοβιογραφίας» και το οποίο ενσωματώνεται στον Λόγο περί της Μεθόδου, μαθαίνουμε ενδιαφέροντα στοιχεία για την απόφαση που καθόρισε τη ζωή του: πρόκειται για μία από τις ξεχωριστές εκείνες εμπειρίες που δοκιμάζει ένας άνθρωπος στη διάρκεια του βίου του και, μάλλον γι’ αυτόν τον λόγο, αποφασίζει να τη αφηγηθεί γραπτώς, επιμένοντας σε αρκετές λεπτομέρειες:

«Ήμουν τότε στη Γερμανία, όπου με είχε καλέσει η ευκαιρία των πολέμων που δεν έχουν ακόμη τελειώσει εκεί πέρα, και καθώς γυρνούσα στον στρατό από τη στέψη του αυτοκράτορα, η αρχή του χειμώνα με σταμάτησε σ’ ένα χειμαδιό όπου, μη βρίσκοντας καμιά συντροφιά που να με διασκεδάζει, και μη έχοντας εξάλλου ευτυχώς ούτε φροντίδες ούτε πάθη που να με ταράζουν, έμενα όλη τη μέρα μονάχος, κλεισμένος σ’ ένα δωμάτιο με θερμάστρα, όπου είχα όλο τον καιρό να καταγίνομαι με τις σκέψεις μου».

Σημασία στη λεπτομέρεια και αφήγηση της μοναδικής εμπειρίας που καθόρισε το φιλοσοφικό του μέλλον στα 23 του χρόνια: μια ημέρα έντονης μοναχικής περισυλλογής, ακολουθούμενη από μια νύχτα ζωντανών και οχληρών ονείρων, θα πείσει τον Ντεκάρτ ότι η αποστολή της ζωής του ήταν να ιδρύσει ένα νέο φιλοσοφικό σύστημα.

Πέρα όμως από την αυτοβιογραφία, η εμπειρία υπεισέρχεται στα πλέον κεντρικά σημεία της καρτεσιανής φιλοσοφικής ανάλυσης. Για να το διαπιστώσουμε με τρόπο αναντίρρητο, θα ήταν χρήσιμο να ανατρέξουμε στους Στοχασμούς Πρώτης Φιλοσοφίας ή Mεταφυσικούς Στοχασμούς, σε τούτο το opus magnum του γάλλου φιλοσόφου.

Στο κείμενο του Δεύτερου Στοχασμού, αμέσως μετά τη διατύπωση της θεμελιώδους καρτεσιανής πρότασης του cogito, δηλαδή του πασίγνωστου «σκέφτομαι, [άρα] υπάρχω», ο φιλόσοφος αισθάνεται την ανάγκη να στραφεί στην καθημερινή εμπειρία, για να πείσει και τον πιο δύσπιστο αναγνώστη. Έχοντας διατυπώσει μέχρι τότε αποδείξεις λογικού και μαθηματικού τύπου, περνά από τη φιλοσοφία και τη θεωρητική ανάλυση στη συγκεκριμένη εμπειρική πειθώ, όπου το λογικά αποδεδειγμένο επιβάλλεται πλέον και εμπειρικά. Αναφερόμαστε στο περίφημο παράδειγμα του κεριού. Tο κείμενο αρχίζει με το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, διότι ο αναγνώστης καλείται να συμμετάσχει, να δοκιμάσει ο ίδιος την εμπειρία που διαβάζει στο χαρτί: «Ας πάρουμε για παράδειγμα τούτο το κομμάτι κερί που μόλις αποσπάστηκε από την κερήθρα». Mε την περιγραφή που κάνει ο Ντεκάρτ, είναι σαν να βλέπουμε μπροστά μας το κερί, σαν να το νιώθουμε με όλες μας τις αισθήσεις: όραση, γεύση, όσφρηση, αφή, ακοή, όλες οι αισθήσεις τίθενται στην υπηρεσία της μεταφυσικής απόδειξης. Tο κείμενο λέει:

«Tο χρώμα, το σχήμα, το μέγεθος, είναι προφανή: είναι σκληρό, είναι κρύο, το αγγίζουμε, και, αν το χτυπήσετε, θα βγάλει κάποιον ήχο».

«Αν το χτυπήσετε»: χτυπήστε το λοιπόν, εδώ και τώρα, μην αργοπορείτε. Εμείς, οι αναγνώστες, συμμετέχουμε στην εμπειρία που περιγράφει ο φιλόσοφος-συγγραφέας. Tο κείμενο συνεχίζει: «Μα να, καθώς μιλώ, το πλησιάζουμε στη φωτιά». Όλα μοιάζουν να διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια μας και, καθώς ο Ντεκάρτ μιλά, το κερί πλησιάζει στη φωτιά, ώστε να μεταβληθούν όλα τα στοιχεία που ξέραμε γι’ αυτό βάσει των αισθήσεων, και για να φανεί εντέλει πως ό,τι γνωρίζαμε σχετικά με το κερί ήταν μεταβλητό, υποκείμενο σε αλλαγές και ανατροπές. Tο μόνο στοιχείο που παραμένει σταθερό ύστερα από όλες αυτές τις μεταβολές, είναι ένα αφηρημένο χαρακτηριστικό, δηλαδή είναι ο ορισμός του κεριού ως ενός φυσικού, εκτατού σώματος. Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο, ο Ντεκάρτ θα ορίσει την έννοια της έκτασης διαμέσου ενός εμπειρικού παραδείγματος, το οποίο μάλιστα εμπίπτει στην πολύ άμεση και καθημερινή εμπειρία των ανθρώπων. Αξίζει να υπογραμμιστεί, οπωσδήποτε, ότι εδώ έχουμε αγγίξει την καρδιά της φιλοσοφικής ανάλυσης: η έκταση δεν είναι μια οποιαδήποτε έννοια, αλλά αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους του καρτεσιανού φιλοσοφικού συστήματος.

Επιπλέον, είναι βέβαιο ότι μπορούμε να εντοπίσουμε πλήθος από ενδιαφέροντα παραδείγματα τέτοιου τύπου μέσα σε πολλά από τα κείμενα του Ντεκάρτ. Όμως τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να περάσουμε στον Σπινόζα και στην ιδιαίτερα ερεθιστική σπινοζική σύλληψη της εμπειρίας.

3. Η σκέψη του Σπινόζα διαφέρει από την καρτεσιανή σε ορισμένα καίρια σημεία, έτσι ώστε έχουμε να κάνουμε με διαφορετική φιλοσοφία, παρά τη θεματική συνάφεια και το παρεμφερές εννοιολογικό πλαίσιο των δύο συστημάτων. Καταρχάς, ο σπινοζισμός δεν αποτελεί μόνο μεταφυσικό οικοδόμημα, αλλά είναι και μια εντυπωσιακή προσπάθεια για να βρεθεί και να καταδειχθεί ένας μη θρησκευτικός δρόμος για τη σωτηρία των ανθρώπων. O δηλωμένος αυτός στόχος της φιλοσοφίας οδηγεί τον Σπινόζα στην παραγωγή μιας πρωτότυπης θεωρίας των παθών, μιας πολιτικής φιλοσοφίας, καθώς και μιας θεωρίας της ιστορίας, σε αντίθεση με τον Ντεκάρτ, ο οποίος δηλώνει αδιάφορος για την πολιτική και απορρίπτει ως περίπου άχρηστη την ιστορική γνώση. Αλλά η βασική διαφωνία του Σπινόζα ως προς τον καρτεσιανισμό σχετίζεται με το ζήτημα της καθολικής εμβέλειας του ορθολογισμού. Ο Σπινόζα θα θέσει με αυστηρότητα το εξής δίλημμα: η πραγματικότητα ή θα είναι απολύτως κατανοήσιμη ή θα είναι εντελώς ακατανόητη. Και ο ίδιος θα υιοθετήσει φυσικά την πρώτη εκδοχή, δηλώνοντας αποφασιστικά την πλήρη κατανοησιμότητα του πραγματικού. Βεβαίως, το γεγονός ότι ο σπινοζικός ορθολογισμός είναι απόλυτος, δεν σημαίνει ότι είναι και τυφλός ή αφελής: αναγνωρίζει πράγματι την ισχύ των παθών, των αισθήσεων, της φαντασίας και της εμπειρίας. Εξάλλου, ακριβώς σ’ αυτόν τον βαθμό ο ορθολογισμός του Σπινόζα είναι απόλυτος: ενσωματώνει πράγματι τις ανορθολογικές πλευρές τόσο της σκέψης, όσο και της συμπεριφοράς των ανθρώπων.

Δεν θα πρέπει, λοιπόν, να μας παραξενεύει το γεγονός ότι ο όρος εμπειρία απαντά συχνά στα κείμενα του Σπινόζα. Και όχι μόνον αυτό: όλα δείχνουν ότι η εμπειρία αποτελεί κρίσιμη έννοια για τη σπινοζική φιλοσοφία. Πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Δεν θα ήταν πολύ λογικότερο ένας «απόλυτος» ή «ριζικός» ορθολογισμός (σαν τον ορθολογισμό του φιλοσόφου της Χάγης) να αγνοεί ή να υποτιμά την εμπειρία, η οποία είναι κατ’ ανάγκην συνδεδεμένη, σε μεγάλο βαθμό, με τη φαντασία και το σφάλμα;

Tούτο ισχύει, σε ορισμένες περιπτώσεις. Δηλαδή, αυτό που στον Σπινόζα ονομάζεται «ασαφής εμπειρία» (experientia vaga) συνδέεται με τη φαντασία και αποτελεί το πρώτο είδος γνώσης. Είδος ατελούς γνώσης, αλλά, πάντως, γνώσης. Kάτι γνωρίζουμε και με αυτό, εξ ασαφούς εμπειρίας και εξ ακοής. Kάτι μας κάνει γνωστό και η ίδια η φαντασία.

Η φαντασία και η εμπειρία παίζουν ρόλο συμπληρωματικό ως προς τη νόηση και ως προς τον λόγο. Δεν μπορούμε να ζήσουμε εκτός της φαντασίας: όπως το λέει ο Σπινόζα, η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων γνωρίζουν τα πράγματα με το πρώτο είδος γνώσης, δηλαδή ατελώς και συγκεχυμένα. Μάλιστα, παραμένουν σε τούτο το πρώτο είδος γνώσης σε όλη τους τη ζωή, δίχως να περνούν στο δεύτερο (τον ορθό λόγο ή την επιστήμη) και στο τρίτο (την ενορατική ή διαισθητική γνώση). Αυτό πάντως δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι δεν έχουν τη δυνατότητα να γνωρίσουν πληρέστερα και σαφέστερα την πραγματικότητα: αντιθέτως, όλοι οι άνθρωποι μπορούν να γνωρίσουν τα πράγματα, επειδή όλοι οι άνθρωποι σκέφτονται.

Tο γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι παραμένουν για όλη τους τη ζωή στο πρώτο είδος γνώσης σημαίνει απλώς ότι, εξαιτίας των συνθηκών της διαβίωσής τους και λόγω πολυποίκιλων εξωτερικών αιτίων, οι άνθρωποι εν γένει παραμένουν συνήθως de facto εγκλωβισμένοι στο πρώτο είδος γνώσης, στη φαντασία. Ωστόσο, η εμπειρία δεν αποτελεί αποκλειστικά αβέβαιη ή ασαφή ή ψευδή γνώση. Aντιθέτως, σύμφωνα με τον Σπινόζα, η εμπειρία είναι συνήθως και σε γενικές γραμμές εξαιρετικά χρήσιμη, αναντικατάστατη, έως και πολύτιμη ή ανεκτίμητη.

Σχετικά με τα προηγούμενα, αξίζει ασφαλώς να παρατηρήσουμε πως, κατά πάσα πιθανότητα, η λέξη εμπειρία είναι το πρώτο όνομα, δηλαδή το πρώτο ουσιαστικό, που συναντούμε στα κείμενα του Σπινόζα. Αναφερόμαστε στο γεγονός ότι η Πραγματεία για τη διόρθωση του νου, που υπήρξε πιθανότατα το πρώτο νεανικό έργο του φιλοσόφου, αρχίζει με την εξής φράση: «Aφ’ ότου η εμπειρία με δίδαξε ότι όλα όσα συμβαίνουν συνήθως στην κοινή ζωή είναι μάταια και μηδαμινά…».

Γιατί στο πρώτο του έργο ο Σπινόζα ξεκινά από την εμπειρία; Kάτι πρέπει να σημαίνει, ασφαλώς, αυτή η επιλογή. Μάλιστα, η λέξη εμπειρία επαναλαμβάνεται άλλες δύο φορές στις επόμενες αράδες του κειμένου. Βεβαίως, τούτο εξηγείται εν μέρει από τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, από την «πνευματική αυτοβιογραφία» που παραθέτει ο Σπινόζα στην αρχή του έργου. Aπό το γεγονός, δηλαδή, ότι περιγράφει την πορεία της ζωής του, μέχρι τη στιγμή που στράφηκε στην αναζήτηση νοήματος για τη ζωή του, καταλήγοντας στη φιλοσοφία.

Επίσης, ο Σπινόζα χρησιμοποιεί την έννοια της εμπειρίας με πολύ θετικό τρόπο στα δύο πολιτικά του κείμενα (Θεολογικοπολιτική πραγματεία και Πολιτική πραγματεία). Εκεί, δηλαδή στη πολιτική και κοινωνική του φιλοσοφία, η εμπειρία είναι πάντοτε χρήσιμη και συνάδει με την ιστορική γνώση και πείρα. Η εμπειρία είναι εκείνη που διδάσκει (το ρήμα χρησιμοποιείται πολλές φορές από τον φιλόσοφο) αυτό που πρέπει να γίνει, όπως και η εμπειρία είναι εκείνη που εξηγεί αυτό που έχει συμβεί.
Όμως, η πλέον ερεθιστική πρόταση του Σπινόζα σχετικά με την εμπειρία σίγουρα εντοπίζεται σε μια διατύπωση που συναντούμε στο τελευταίο μέρος της Hθικής. Ας θυμηθούμε αυτή την περίφημη φράση, που έχει διχάσει τους σχολιαστές και τους μελετητές, ενώ προκαλεί αμηχανία σε κάθε αναγνώστη της σπινοζικής φιλοσοφίας:

«Νιώθουμε και έχουμε την εμπειρία ότι είμαστε αιώνιοι».

Αινιγματική και δύσκολη διατύπωση, το δίχως άλλο. Eδώ μιλούμε πλέον για μια εμπειρία της αιωνιότητας, για μια μεταφυσικού τύπου εμπειρία. Πολλές ερμηνείες έχουν προταθεί, και θα χρειαζόταν πολύς χώρος και χρόνος για να τις συζητήσει κανείς διεξοδικά. Θα λέγαμε απλώς ότι εδώ ο Σπινόζα προσπαθεί, για μία ακόμα φορά, να συνδυάσει στη φιλοσοφία του τον γεωμετρικό τρόπο έκθεσης της αλήθειας (απόδειξη) με έναν εμπειρικό τρόπο (ανάδειξη ή κατάδειξη).

Κάνοντας λόγο για εμπειρία της αιωνιότητας (η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, σε καμία περίπτωση δεν παραπέμπει σε κάποιου είδους αθανασία), εμπειρία την οποία έχουν οι άνθρωποι ήδη ενόσω ζουν, ο Σπινόζα είναι συνεπής προς τον ορθολογισμό του, που δέχεται ότι οι άνθρωποι σχηματίζουν την αληθή ιδέα του Θεού και ότι ο Θεός είναι αιώνιος. Υπό την έννοια αυτή, έχουμε την εμπειρία πως είμαστε αιώνιοι σημαίνει ότι έχουμε την ιδέα του Θεού, ότι έχουμε κατανοήσει ορθά τον κόσμο και την πραγματικότητα. Με αυτόν τον τρόπο ο νους ή η ψυχή (mens) του ανθρώπου σχηματίζει αληθείς ιδέες, ούτως ώστε το μεγαλύτερο τμήμα του νου ή της ψυχής του ανθρώπου (μπορεί να) είναι αιώνιο. Διαπιστώνουμε λοιπόν με μεγάλη σαφήνεια πόσο σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η έννοια της εμπειρίας στη σπινοζική φιλοσοφία.

Συμπερασματικά και ανακεφαλαιώνοντας, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στα εξής πορίσματα:

Οι φιλόσοφοι του κλασικού ορθολογισμού, παρ’ όλη την πρωτοκαθεδρία που παραχωρούν και αναγνωρίζουν στον ορθό λόγο εν σχέσει προς την εμπειρία, ενδιαφέρονται με τρόπο ιδιαίτερο και έντονο για τα δεδομένα της εμπειρίας, καθώς και για την εμπειρική γνώση του κόσμου.

Είτε υπό την έννοια της πειραματικής παρατήρησης και του πειράματος, είτε υπό την έννοια της καθημερινής, βιωμένης πράξης, η εμπειρία αποτελεί χρήσιμο, πολύτιμο και, ενίοτε, απαραίτητο υλικό για τον φιλοσοφικό στοχασμό των ορθολογιστών του δέκατου έβδομου αιώνα (και, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, των ορθολογιστών φιλοσόφων εν γένει).

O καθένας με τον τρόπο του, μέσα σε διαφορετικά συμφραζόμενα και με διαφορετικούς, ενδεχομένως, όρους, ο Ντεκάρτ, ο Σπινόζα και ο Λάιμπνιτς ορίζουν και περιγράφουν την εμπειρία ως ένα απολύτως απαραίτητο στοιχείο για την ορθή κατανόηση της πραγματικότητας. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, η εμπειρία ενσωματώνεται στα φιλοσοφικά συστήματα των κλασικών του ορθολογισμού κατά τρόπο τόσο συμβατό, ώστε έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε λόγο για ένα είδος «μεταφυσικής εμπειρίας» ή και «ορθολογικής εμπειρίας». Αυτού του τύπου η ορθολογική εμπειρία, μάλιστα, επιτρέπει την πληρέστερη κατανόηση της ίδιας της φιλοσοφίας τους, αλλά επίσης και την ορθότερη κατανόηση της πολύπλοκης πραγματικότητας του κόσμου στον οποίο ζούμε.