Κανόνες και κανονιστικότητα: Φουκώ και Κανγκιλέμ

Σπινόζα και Βιτγκενστάιν: γνώση και ηθική
22 Ιουνίου, 2018
Η ιστορία μεταξύ μνήμης και λήθης
10 Αυγούστου, 2018
Show all

Κανόνες και κανονιστικότητα: Φουκώ και Κανγκιλέμ

1.Η πρόσφατη κυκλοφορία από την «Εστία», σε ωραία μετάφραση του Σωτήρη Σιαμανδούρα, του βιβλίου του Μισέλ Φουκώ Οι μη κανονικοί, που περιλαμβάνει τις παραδόσεις του φιλοσόφου στο Collège de France κατά το έτος 1974-1975, αποτελεί εκδοτικό γεγονός για τις ανθρωπιστικές σπουδές στη χώρα μας. Το εν λόγω κείμενο του Φουκώ ανοίγει μια μεγάλη φιλοσοφική συζήτηση, θέτοντας με ιδιαίτερα πρωτότυπο τρόπο το ζήτημα της κανονικότητας και της μη κανονικότητας.

Mε την ευκαιρία αυτής της έκδοσης, θεώρησα πως θα ήταν χρήσιμο να επιχειρήσω μια σύντομη παρουσίαση σχετικά με τους κανόνες, την κανονικότητα και την κανονιστικότητα στον Φουκώ, αλλά και στον Κανγκιλέμ. Και τούτο, επειδή σκοπεύω επίσης να αναφερθώ στο σημαντικό βιβλίο του Ζωρζ Κανγκιλέμ Το κανονικό και το παθολογικό, που μεταφράστηκε άψογα στα ελληνικά από τον Γιώργο Φουρτούνη και εκδόθηκε από τη «Νήσο», προ τριετίας περίπου. Έχω μάλιστα την εντύπωση ότι, δυστυχώς, το βιβλίο αυτό δεν προσέχθηκε και δεν συζητήθηκε όσο θα του άξιζε, μάλλον εξαιτίας του γεγονότος ότι ο Κανγκιλέμ παραμένει ακόμη σχετικά άγνωστος στη χώρα μας. Ασφαλώς, ο μόχθος και η φροντίδα του Φουρτούνη, ο οποίος συν τοις άλλοις συνέταξε κατατοπιστικό προλογικό σημείωμα και διεξοδικό εκτενές επίμετρο για την ελληνική έκδοση, μπορούν να αποτελέσουν καλή αφετηρία για να προσεγγίσουμε τις αναλύσεις του Κανγκιλέμ. Επιπλέον, χάρη σε μια ευτυχή συγκυρία, μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πλέθρον», σε μετάφραση του Τάσου Μπέτζελου, ένα πρόσφατο βιβλίο του Πιερ Μασερέ με τίτλο: Από τον Κανγκιλέμ στον Φουκώ. Η δύναμη των κανόνων. Όλα τα προηγούμενα, λοιπόν, κατά κάποιον τρόπο συνδέονται και μας οδηγούν προς το θέμα μας.

2.Θέλοντας κανείς να προσεγγίσει το ζήτημα των κανόνων και της κανονιστικότητας στο έργο του Φουκώ, θα πρέπει καταρχάς να επισημάνει ότι πρόκειται για έννοιες που παίζουν σπουδαίο ρόλο στη σκέψη του γάλλου φιλοσόφου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξετάσει το κανονικό και το μη κανονικό, ο Φουκώ αναδεικνύει με πρωτοτυπία τη σημασία των κανόνων στο πλαίσιο της κοινωνίας και της ιστορίας. Στο εγχείρημά του αυτό, βεβαίως, εμπνέεται από το έργο του Κανγκιλέμ, ο οποίος είχε υπογραμμίσει την κεφαλαιώδη λειτουργία που έχουν οι κανόνες για τη φύση και για τη ζωή. Όμως, σε τι ακριβώς συνίστανται αυτοί οι κανόνες ή οι νόρμες;

Για τον Φουκώ, η έννοια του κανόνα, μαζί με το πλέγμα εννοιών που συνεπάγεται, δεν είναι στατική, αλλά δυναμική. Η κανονιστικότητα, δηλαδή, δεν παραπέμπει στην περιγραφή, την εξειδίκευση και τον εντοπισμό μιας κανονικότητας. Αντίθετα, δηλώνει μάλλον την παραγωγική δύναμη των κανόνων, δηλαδή τη γενική αρχή από την οποία εξαρτώνται οι υφιστάμενοι κανόνες, και η οποία καθορίζει και εξηγεί την παραγωγή νέων κανόνων, όταν προκύπτει κάποιο νέο πλαίσιο ή η ανάγκη απάντησης σε ένα καινοφανές πρόβλημα.

Ο Φουκώ προσπάθησε πρωτίστως να κατανοήσει και να περιγράψει τις μορφές με τις οποίες η επίδραση των κανόνων στη ζωή των ανθρώπων καθορίζει το μοντέλο κοινωνίας στην οποία αυτοί εντάσσονται ως υποκείμενα. Θα λέγαμε, ακολουθώντας τον Πιερ Μασερέ, ότι όλες οι έρευνες και οι εργασίες του Φουκώ συγκλίνουν σε ένα θεμελιώδες ερώτημα, που έχει συγχρόνως επιστημολογική και ιστορική εμβέλεια. Το εν λόγω ερώτημα αφορά το πώς ακριβώς θα μπορούσε κανείς να περάσει από μια αρνητική σύλληψη των κανόνων (σύλληψη που βασίζεται σε ένα νομικό μοντέλο αποκλεισμού, μέσω της διάκρισης ανάμεσα στο επιτρεπτό και στο απαγορευμένο) σε μια θετική σύλληψη (που υπογραμμίζει αντιθέτως τη βιολογική λειτουργία διάταξης και ρύθμισης του κανόνα, μέσω της διάκρισης ανάμεσα στο κανονικό και στο παθολογικό). Συναρτήσει των δύο αυτών σαφώς αντιτιθέμενων εκδοχών, οι κοινωνικές σχέσεις διαμορφώνονται κατά διαφορετικό τρόπο, καθώς επίσης και οι μορφές ένταξης των ατόμων στο πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων.

Αυτή η θετική σύλληψη συνδυάζεται με την παραγωγική λειτουργία του κανόνα, η οποία με τη σειρά της συνδέεται με τον εμμενή χαρακτήρα του κανόνα. Σε τι συνίσταται τούτη η θέση περί της «κανονικής» εμμένειας; Με την έννοια της εμμένειας εισάγεται στη δράση των κανόνων ένα στοιχείο που παραπέμπει σε ένα νέο είδος σχέσης. Εδώ δεν γίνεται πλέον λόγος για μια σχέση διαδοχής, που συνδέει ξεχωριστούς και διακριτούς όρους, σύμφωνα με το μοντέλο ενός μηχανιστικού ντετερμινισμού. Στην προκειμένη περίπτωση, η σχέση προϋποθέτει τη χρονική σύμπτωση και την αμοιβαία παρουσία όλων των στοιχείων που συνδέονται μέσα στη σχέση. Από την άποψη αυτή, δεν είναι πλέον δυνατόν να συλλάβουμε τον ίδιο τον κανόνα πριν από τις συνέπειες της δράσης του και ανεξάρτητα από αυτές. Αντίθετα, οι κανόνες θα πρέπει να γίνονται κατανοητοί έτσι ακριβώς όπως επενεργούν και όπως εκδηλώνονται μέσω των αποτελεσμάτων τους. Εννοείται πως στα εν λόγω αποτελέσματα προσδίδεται όσο μεγαλύτερη πραγματικότητα μπορούν αυτά να λάβουν, δίχως οι δυνατότητές τους να περιορίζονται κατ’ ελάχιστον.

Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι η αρχή της εμμένειας του κανόνα οδηγεί στην παραγωγή των αποτελεσμάτων του, και μάλιστα όλων ανεξαιρέτως των αποτελεσμάτων του. Πράγμα που θυμίζει έντονα τη σπινοζική εμμένεια και παραγωγικότητα του Θεού ή της Φύσης, δηλαδή της υπόστασης. Αντίθετα με την ιδέα ότι η εξουσία των κανόνων είναι τεχνητή και αυθαίρετη, η εν λόγω αρχή αποκαλύπτει τον αναγκαίο και φυσικό χαρακτήρα της δύναμής τους, που ορίζεται και σχηματίζεται μέσα στη δράση της, που παράγεται καθώς παράγει τα αποτελέσματά της, χωρίς περιορισμούς και όρια, δίχως δηλαδή να προϋποθέτει την αρνητική παρέμβαση κάποιου είδους υπερβατικότητας ή κάποιου είδους διαμελισμού.

Γι’ αυτόν τον λόγο, ο Φουκώ διατύπωσε τη θέση ότι ο κανόνας χαρακτηρίζεται από μια θετικότητα, η οποία προσφέρεται συνολικά, καθ’ ολοκληρίαν, και η οποία παράγεται καθώς ο κανόνας παράγει τα αποτελέσματά του, μέσω της δράσης του. Ο κανόνας δηλαδή παράγεται μέσα στα φαινόμενά του και μέσα στις εκδηλώσεις του, χωρίς να προϋποτίθεται καμία άλλη απόλυτη εξουσία, από την οποία θα αντλούσε τη δραστικότητά του. Έχουμε επομένως να κάνουμε εδώ με μια φουκωική θέση που υποστηρίζει περίπου το εξής: αποτελεί δεδομένο ότι ο κανόνας διέπεται από αναγκαιότητα και φυσικότητα.

Επιπροσθέτως, εφόσον η δράση του κανόνα δεν συναντά ένα πεδίο πραγματικότητας που θα προϋπήρχε της παρέμβασής του, θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι και ο ίδιος ο κανόνας δεν διαμορφώνεται πριν από αυτήν την παρέμβαση. Με τα λόγια του Μασερέ, «ο κανόνας διαμορφώνει την κανονιστική λειτουργία του μόνο στον βαθμό που την ασκεί, μέσω μιας άσκησης που έχει τον κανόνα τόσο ως υποκείμενο όσο και ως αντικείμενο». Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, επίσης, ότι ο κανόνας δεν μπορεί να νοηθεί παρά μόνο κατά τρόπο ιστορικό, δηλαδή σε συνάρτηση με τις ιστορικές διαδικασίες που τον ενεργοποιούν και τον θέτουν σε λειτουργία.

3.Ως προς αυτό το σημείο, ο Φουκώ ακολουθεί τη διδασκαλία του Κανγκιλέμ, ο οποίος υπήρξε ο θεμελιωτής ενός στοχασμού νέου τύπου σχετικά με τους κανόνες. Ο Φουκώ, στην εισαγωγή που έγραψε για την αμερικανική έκδοση του βιβλίου του Κανγκιλέμ Το κανονικό και το παθολογικό (κείμενο που υπάρχει ως εισαγωγή και στην ελληνική έκδοση του βιβλίου, ενώ δημοσιεύτηκε στα γαλλικά το 1985 υπό τον τίτλο «Η ζωή και η επιστήμη»), αναφέρεται στον Κανγκιλέμ, συνοψίζοντας την προσπάθειά του με τα παρακάτω λόγια:

«Ο Ζωρζ Κανγκιλέμ, μέσα από τη διασαφήνιση της γνώσης για τη ζωή και των εννοιών που αρθρώνουν αυτή τη γνώση, θέλει να ανακαλύψει τι συμβαίνει με την έννοια μέσα στη ζωή, στον βαθμό δηλαδή που η έννοια αποτελεί έναν από τους τρόπους πληροφόρησης που κάθε έμβιο αντλεί από το περιβάλλον του. Το ότι ο άνθρωπος ζει σε ένα εννοιακά αρχιτεκτονημένο περιβάλλον δεν αποδεικνύει πως αποστράφηκε τη ζωή εξαιτίας κάποιας παράβλεψης ή πως χωρίστηκε από αυτήν εξαιτίας κάποιου ιστορικού δράματος. Αλλά μόνο πως ζει με έναν ορισμένο τρόπο. […] Η διαμόρφωση εννοιών είναι ένας τρόπος να ζούμε και όχι να σκοτώνουμε τη ζωή».

Από εδώ προκύπτει και η σημασία που προσδίδει ο Κανγκιλέμ στις επιστήμες της ζωής, και ειδικότερα στον τρόπο με τον οποίο το παραδοσιακό ζήτημα του κανονικού και του παθολογικού συνδυάστηκε με το πλέγμα των εννοιών που η σύγχρονη βιολογία δανείστηκε από τις θεωρίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας.

Τα θεωρητικά εγχειρήματα του Φουκώ και του Κανγκιλέμ είναι εύλογο και χρήσιμο να συσχετίζονται, επειδή η σκέψη τόσο του ενός όσο και του άλλου αναπτύχθηκε με επίκεντρο έναν στοχασμό που αντιμετωπίζει ευθέως το πρόβλημα των κανόνων. Πρόκειται για φιλοσοφικό στοχασμό, με την αυστηρή έννοια του όρου, έστω και αν συνδέεται άμεσα, στην περίπτωση των δύο αυτών στοχαστών, με την αξιοποίηση ενός υλικού το οποίο δανείστηκαν αρχικά από την ιστορία των επιστημών του ανθρώπου και της βιολογίας, καθώς και από την πολιτική και κοινωνική ιστορία. Προκύπτει έτσι μια κοινή διερώτηση που θα μπορούσε, με πολύ γενικούς όρους, να διατυπωθεί ως εξής: για ποιον λόγο η ανθρώπινη ύπαρξη έρχεται αντιμέτωπη με κανόνες; Από πού αντλούν οι κανόνες τη δύναμή τους; Και προς ποια κατεύθυνση την προσανατολίζουν;
Η φιλοσοφία του Κανγκιλέμ αποτελεί κατά κύριο λόγο στοχασμό γύρω από τη ζωή, καθώς και περί του τι μπορούμε να γνωρίσουμε σχετικά με τη ζωή. Το θεμελιώδες κοινό στοιχείο που έχουν οι συνεισφορές του Κανγκιλέμ και του Φουκώ είναι η αποφασιστική συμβολή τους στην κατανόηση του τι σημαίνει να ζει κανείς, και μάλιστα να ζει μέσα σε μια κοινωνία, στο πλαίσιο κανόνων.

4.Γενικότερα, στην προαναφερθείσα προοπτική, η προβληματική των κανόνων επιχείρησε να συνδέσει τα πορίσματα των επιστημών της ζωής με την έρευνα των συλλογικών μορφών κοινωνικής οργάνωσης. Με βάση αυτή την προβληματική, ο Φουκώ προσπάθησε να ορίσει μια ανεξερεύνητη περιοχή μελετών, με επίκεντρο την κρίσιμη έννοια της βιοπολιτικής. Χάρη στην πραγματικότητα που κατέστη δυνατόν να περιγραφεί με τον πρωτότυπο όρο βιοπολιτική, ανέκυψε ένας νέος τρόπος κατανόησης της πολιτικής και της κοινωνικής ζωής, ο οποίος οδήγησε στην επανεξέταση των σχέσεων μεταξύ φύσης και πολιτισμού. Έτσι, για τη φιλοσοφία προέκυψε η αδήριτη ανάγκη να λαμβάνει πλέον πολύ σοβαρά υπόψιν τα πορίσματα των επιστημών του ανθρώπου, βαδίζοντας προς την κατεύθυνση της σύστασης μιας νέου τύπου φιλοσοφικής ανθρωπολογίας.
Η εν λόγω φιλοσοφική ανθρωπολογία εδραιώθηκε σύντομα σε μια καινούργια ορθολογικότητα, η οποία δεν μπορούσε να εξαρτάται από αφηρημένες γενικές αρχές, αλλά χρειαζόταν να εναρμονίζεται με τις πρακτικές που παράγονται από την ίδια την κίνηση της ζωής. Οι πρακτικές αυτές δεν είναι προκαθορισμένες ή προσδιορισμένες εκ των προτέρων, αλλά διαμορφώνονται εν εξελίξει και επενεργούν εν κινήσει στην ανθρώπινη πραγματικότητα, μετασχηματίζοντάς την. Ακριβώς ετούτη η κίνηση και η εξέλιξη εκφράζονται πλήρως μέσω της δυναμικής των κανόνων. Κάνοντας λόγο για δύναμη των κανόνων, ο Μασερέ επιχειρεί να μετατοπίσει το κέντρο βάρους από την a priori νομιμότητα που επικαλούνται συνήθως οι κανόνες (προκειμένου να δικαιολογήσουν τον απόλυτο χαρακτήρα τους) προς την εξέταση του τρόπου με τον οποίο δρουν στην πράξη, ακολουθώντας διαδικασίες μέσω των οποίων διαμορφώνονται, αλλά και τίθενται υπό αμφισβήτηση.

Υπό αυτούς τους όρους, καταδεικνύεται ότι «ο ρόλος των κανόνων δεν είναι μόνο περιοριστικός, όπως υπονοεί η συνήθης αναφορά στην κανονικότητα, αλλά επίσης παραγωγικός, σε συνάρτηση αντιθέτως με τη θετική ιδέα της κανονιστικότητας». Η εν λόγω παραγωγικότητα καθιστά τους κανόνες περισσότερο ρευστούς ή μεταβλητούς και λιγότερο καταναγκαστικούς. Έτσι, καθίσταται σαφές ότι «η ζωή υπό κανόνες δεν συνίσταται απλώς στην τυφλή υπακοή σε υποχρεώσεις που η φύση τους θα ήταν ιδεατή και, επομένως, υπερβατική σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής τους. Αντίθετα, ζωή υπό κανόνες σημαίνει την ενεργό εμπλοκή στη διαδικασία, ή μάλλον στις διαδικασίες, στον πληθυντικό, μέσω των οποίων οι κανόνες συγκροτούνται συγκεκριμένα, ακολουθώντας τροχιές τις οποίες δεν σταματούν να διορθώνουν και να εκτρέπουν».

5.Ασφαλώς, όταν κανείς επεξεργάζεται κανόνες γνώσης, όταν δηλαδή σχηματίζει έννοιες σε συνάρτηση με κανόνες εξουσίας, τούτο σημαίνει ότι εμπλέκεται σε μια διαδικασία που, καθώς ξεδιπλώνεται, γεννά η ίδια τις συνθήκες που την επαληθεύουν και την καθιστούν δυνατή. Συναντούμε εδώ, λοιπόν, αναπόφευκτα το ζήτημα της εξουσίας. Κατά συνέπεια, θα ήταν χρήσιμο οι προηγούμενες σκέψεις να συνδεθούν με τις αναλύσεις του Φουκώ για την εξουσία και τις διαδικασίες υποκειμενοποίησης ή υποταγής ή καθυπόταξης.

Ο Φουκώ υιοθετεί και εμβαθύνει την –σπινοζικής προέλευσης– ιδέα ότι: για να προχωρήσουμε σε μια συγκεκριμένη ανάλυση των σχέσεων εξουσίας, θα πρέπει να εγκαταλείψουμε το νομικό μοντέλο της κυριαρχίας. Το μοντέλο αυτό εκλαμβάνει το άτομο ως υποκείμενο φυσικών δικαιωμάτων ή εξουσιών και προσπαθεί να ανασυγκροτήσει μια ιδεατή γένεση του κράτους, θεωρώντας τον νόμο ως τη θεμελιώδη εκδήλωση της εξουσίας.

Με βάση μια εκ διαμέτρου αντίθετη μέθοδο, θα πρέπει να επιχειρηθεί η μελέτη της εξουσίας με αφετηρία την ίδια τη σχέση, η οποία καθορίζει τα στοιχεία στα οποία εφαρμόζεται. Αντί να σκέφτεται κανείς ιδεατά υποκείμενα, ψάχνοντας να βρει ποια ακριβώς από τα δικαιώματά τους παραχωρούν προκειμένου να υποταχθούν ή να καταστούν υποκείμενα, χρειάζεται μάλλον να αναρωτηθεί με ποιον τρόπο οι σχέσεις υποκειμενοποίησης, υποταγής και καθυπόταξης είναι δυνατόν να κατασκευάζουν υποκείμενα. Στην προοπτική αυτή, η Τζούντιθ Μπάτλερ είναι πιθανότατα η καλύτερη μαθήτρια του Φουκώ.

6.Στο σύνολο του έργου του, ο Μισέλ Φουκώ προσπάθησε να θέσει εκ νέου υπό διερώτηση και να αναθεωρήσει γενικότερα τον ρόλο και τη λειτουργία των λεγόμενων «επιστημών του ανθρώπου». Για να το επιτύχει, ανέτρεξε στις συνθήκες και στους όρους γένεσης των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, συνδέοντας την εμφάνισή τους με την εγκαθίδρυση νέων κανόνων, πρακτικών και θεσμών. Διάσημα παραδείγματα αποτέλεσαν η ιατρική και ο θεσμός του νοσοκομείου, η τρέλα και ο θεσμός του ασύλου ή του ψυχιατρείου, η επιτήρηση ή πειθάρχηση ή ο σωφρονισμός και ο θεσμός της φυλακής, η σεξουαλικότητα και οι θεσμοί διαχείρισης και κανονικοποίησής της. Με τις αναλύσεις του, ο Φουκώ άσκησε την οξυδερκέστερη κριτική στην ιδεολογία του ανθρωπισμού και στην πανταχού κυρίαρχη φιλοσοφία του υποκειμένου. Από τη σκοπιά αυτή, παραμένουν επίκαιρες και αξεπέραστες οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου του Οι λέξεις και τα πράγματα.

Παράλληλα με τη φουκωική σκέψη για τους κανόνες και την κανονιστικότητα, ξεδιπλώνεται μια κριτική «αρχαιολογία» της έννοιας του «ανθρώπου» και των μορφών παραγωγής της υποκειμενικότητας. Η κριτική αυτή στρέφεται εναντίον της έννοιας του ανθρώπου ως υποκειμένου, δηλαδή ως δημιουργού της ιστορίας ή του πολιτισμού. Ερμηνεύοντας βιαστικά και αστόχαστα την αρχαιολογική αυτή μέθοδο, υπήρξαν αρκετοί που θέλησαν να συμπεράνουν ότι ο Φουκώ θα πρέπει να χαρακτηριστεί –ή μάλλον να στιγματιστεί– ως άκαμπτος στρουκτουραλιστής (εννοώντας δηλαδή ότι διαγράφει πλήρως το υποκείμενο και την ελεύθερη βούλησή του) ή επίσης ως επικίνδυνος μεταμοντέρνος (προσάπτοντάς του δηλαδή τη μομφή του σχετικισμού και του ηθικού αγνωστικισμού). Μια πολεμική τέτοιου είδους και με τέτοιους όρους αδικεί κατάφωρα, θα λέγαμε, το πρωτότυπο φουκωικό εγχείρημα, το οποίο ασφαλώς δεν μπορεί να ταξινομηθεί με αβασάνιστο και μονοσήμαντο τρόπο. Στο σημείο αυτό θα ήταν αναμφίβολα ωφέλιμο να ανατρέξουμε σε μια εύστοχη παρατήρηση του Ζιλ Ντελέζ, που απευθύνεται στους αντιπάλους του φουκωικού έργου: «Πριν από τρεις αιώνες κάποιοι ανόητοι εκπλήσσονταν που ο Σπινόζα επιδίωκε την απελευθέρωση του ανθρώπου, μολονότι δεν πίστευε στην ελευθερία του ούτε καν στον ιδιαίτερο τρόπο ύπαρξής του. Σήμερα κάποιοι άλλοι ανόητοι, ή οι ίδιοι μετενσαρκωμένοι, εκπλήσσονται που ο Φουκώ συμμετείχε στους πολιτικούς αγώνες, αυτός που ανήγγειλε τον θάνατο του ανθρώπου».

7.Όπως δείχνει ο Ζαν Τερρέλ σε ένα βιβλίο του που εκδόθηκε πολύ πρόσφατα στη Γαλλία, υπό τον τίτλο Πολιτικές του Φουκώ, θα ήταν δυνατόν να υποστηριχθεί η θέση ότι το κύριο μέλημα του Φουκώ, στο πολυσχιδές έργο του, είναι πολιτικής τάξεως. Εάν τούτο ισχύει, τότε οι πολιτικές παρεμβάσεις του Φουκώ συνίστανται στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τον Τερρέλ, σε τέσσερις μετατοπίσεις, εντοπισμένες στο σύνολο του φουκωικού έργου. Η πρώτη μετατόπιση οδηγεί από την αναλυτική των εξουσιών στις πρακτικές διακυβέρνησης. Η δεύτερη, από τις πρακτικές διακυβέρνησης στις διάφορες μορφές καθυπόταξης. Η τρίτη, από την καθυπόταξη στην επιμέλεια εαυτού. Και η τέταρτη, από την επιμέλεια εαυτού στην παρρησία για την αλήθεια. Στη συνολική αυτή διαδρομή μετατοπίσεων και μετασχηματισμών του πολιτικού, οι κανόνες και ο τρόπος παραγωγής τους, ή άλλως πως η κανονιστικότητα, διαδραματίζουν πρωταρχικό ρόλο. Εξ ου και η σημασία των κανόνων, και της δύναμής τους, για την πολιτική: χθες, σήμερα, αύριο.