Ζακ Ρανσιέρ, Ο χειραφετημένος θεατής, μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Εκκρεμές, Αθήνα 2015, σελ. 165.
Ο Γάλλος φιλόσοφος Ζακ Ρανσιέρ, παλιός μαθητής και συνεργάτης του Λουί Αλτουσέρ, είναι γνωστός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό από τα βιβλία του Το μίσος για τη δημοκρατία και Ο αδαής δάσκαλος. Πρόσφατα κυκλοφόρησε στη γλώσσα μας ένα ακόμη σημαντικό πόνημά του, με τίτλο Ο χειραφετημένος θεατής. Πρόκειται για μια συλλογή πέντε κειμένων που γράφτηκαν στο διάστημα 2004-2008 και εκφωνήθηκαν ως ομιλίες σε διάφορα πανεπιστημιακά, καλλιτεχνικά και πολιτιστικά ιδρύματα. Το κεντρικό νήμα που διατρέχει όλα τα κείμενα της παρούσας έκδοσης είναι η σχέση της τέχνης με την πολιτική.
Ο Ρανσιέρ ασχολείται εδώ με πολλές πτυχές της σύγχρονης τέχνης: θέατρο, μουσική, ποίηση, ζωγραφική, φωτογραφία, κινηματογράφος. Οι τίτλοι των κεφαλαίων του βιβλίου μπορούν να δώσουν μια πρώτη ιδέα για το περιεχόμενο: «Ο χειραφετημένος θεατής», «Οι περιπέτειες της κριτικής σκέψης», «Τα παράδοξα της πολιτικής τέχνης», «Η ανυπόφορη εικόνα», «Η σκεπτόμενη εικόνα». Θα επιμείνουμε στο πρώτο κεφάλαιο, που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού υπογραμμίσουμε ότι η μεταφραστική εργασία του Αλέξανδρου Κιουπκιολή καταφέρνει, όπως πάντα, να αποδώσει εύστοχα μια απαιτητική γραφή δοκιμιακού χαρακτήρα, η οποία παρουσιάζει και αρκετές φιλοσοφικές δυσκολίες.
Η ανάλυση του Χειραφετημένου θεατή εμπνέεται από τις ιδέες που είχε αναπτύξει ο Γάλλος φιλόσοφος σχετικά με τον «αδαή δάσκαλο». Ο αδαής δάσκαλος εξέθετε την εκκεντρική θεωρία και την ιδιαίτερη διαδρομή του Ζοζέφ Ζακοτό, που προκάλεσε σκάνδαλο στις αρχές του δέκατου έννατου αιώνα, όταν υποστήριξε ότι ένας αδαής μπορούσε να διδάξει σε έναν άλλον αδαή κάτι που δεν γνώριζε ο ίδιος. Διακήρυσσε έτσι τη διανοητική ισότητα και αντιπαρέθετε στην κατήχηση του λαού την πνευματική χειραφέτηση. Ένας παρόμοιος προβληματισμός γύρω από την εκπαίδευση θα μπορούσε άραγε να προεκταθεί στο πεδίο του σύγχρονου καλλιτεχνικού στοχασμού, συσχετίζοντας την πνευματική χειραφέτηση με τη θέση του θεατή; Ο Ρανσιέρ επιχειρεί να απαντήσει θετικά στο εν λόγω ερώτημα, ανασυγκροτώντας το πλέγμα των προϋποθέσεων που θέτουν το ζήτημα του θεατή στο επίκεντρο της συζήτησης για τις σχέσεις ανάμεσα στην τέχνη και την πολιτική.
Προκειμένου να αντιμετωπίσει το απαιτητικό θέμα του, ο συγγραφέας επιλέγει να κινηθεί στο μεταίχμιο μεταξύ πολιτικής, φιλοσοφίας και αισθητικής. Αναλαμβάνει να σκεφτεί τις πολιτικές προεκτάσεις του θεατρικού θεάματος, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτό τον όρο όλες τις μορφές θεάματος (δράμα, χορό, περφόρμανς, παντομίμα ή άλλες) που παρουσιάζουν σώματα εν δράσει μπροστά σε ένα συγκεντρωμένο ακροατήριο. Έτσι, κάνει λόγο για το «παράδοξο του θεατή», ένα παράδοξο που ίσως είναι πιο θεμελιώδες από το διάσημο παράδοξο του ηθοποιού.
Το παράδοξο του θεατή συνίσταται στο ότι δεν υπάρχει θέατρο χωρίς θεατή. Αλλά, παραδοσιακά, το να είναι κανείς θεατής θεωρείται κακό, για δύο λόγους: επειδή το θέαμα εκλαμβάνεται ως αντίθετο της γνώσης και ως αντίθετο της δράσης. Υποτίθεται λοιπόν ότι ο θεατής που στέκεται μπροστά σε ένα θέαμα αγνοεί τη διαδικασία της παραγωγής αυτού του θεάματος και την πραγματικότητα που υποκρύπτει. Υποτίθεται, επίσης, ότι ο θεατής παραμένει ακίνητος στη θέση του, παθητικός. Όταν είναι κανείς θεατής, διαχωρίζεται ταυτόχρονα από την ικανότητα της γνώσης και από την ικανότητα της δράσης.
Ο Ρανσιέρ θα αντιπαρατεθεί ευθέως με αυτές τις ερμηνείες. Αφού διατρέξει τις αντιλήψεις του Πλάτωνα και του Ντιντερό, καθώς και τις νεότερες του Μπρεχτ και του Αρτώ, θα ασκήσει κριτική στη σύλληψη του θεάματος από τον Γκυ Ντεμπόρ, προτείνοντας τη δική του θέση, η οποία συνίσταται στην αναδιατύπωση του προβλήματος με βάση την πνευματική χειραφέτηση. Η χειραφέτηση ξεκινά όταν αμφισβητήσουμε την αντίθεση ανάμεσα στη θέαση και τη δράση, όταν κατανοήσουμε ότι και η θέαση είναι μια δράση που επιβεβαιώνει ή μετασχηματίζει την κατανομή των θέσεων. Ο θεατής δρα και αυτός, όπως ο μαθητής και ο επιστήμονας. Παρατηρεί, επιλέγει, συγκρίνει, ερμηνεύει. Έτσι, καθίσταται ενεργός ερμηνευτής του θεάματος που του παρουσιάζεται. Σαν τον μαθητή, που μαθαίνει από τον δάσκαλο κάτι που δεν γνωρίζει ούτε ο ίδιος ο δάσκαλος.
Κλείνοντας, θα ήταν χρήσιμο να δώσουμε τον λόγο στον ίδιο τον Ζακ Ρανσιέρ: «Εκείνο που επιβεβαιώνουν οι πρακτικές μας –είτε διδάσκουμε, είτε παίζουμε, είτε γράφουμε, είτε κάνουμε τέχνη, είτε βλέπουμε– δεν είναι η συμμετοχή μας σε μια δύναμη που ενσαρκώνεται στην κοινότητα. Είναι η ικανότητα των ανώνυμων, η ικανότητα που κάνει τον καθένα ίσο με κάθε άλλον. Αυτή η ικανότητα ασκείται μέσα από απαραμείωτες αποστάσεις, ασκείται μέσα από ένα απρόβλεπτο παιχνίδι συνδέσεων και διαχωρισμών. Σε αυτή την ικανότητα σύνδεσης και διαχωρισμού έγκειται η χειραφέτηση του θεατή, δηλαδή η χειραφέτηση του καθενός μας ως θεατή. Θεατής δεν είναι η παθητική κατάσταση που θα έπρεπε να μετατρέψουμε σε δραστηριότητα. Είναι η κανονική μας κατάσταση».