Βάλτερ Μπένγιαμιν, Η αποστολή του μεταφραστή (και άλλα κείμενα για τη γλώσσα), μτφρ. Γιώργος Σαγκριώτης, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2014, σελ. 207.
Στην παρούσα έκδοση βρίσκονται συγκεντρωμένα ορισμένα κείμενα του Βάλτερ Μπένγιαμιν (1892-1940) για τη μετάφραση και τη γλώσσα, τα οποία παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Πρόκειται καταρχάς για το διάσημο δοκίμιό του, Η αποστολή του μεταφραστή, που αποτελεί τον κορμό του βιβλίου, παρέχοντας και τον γενικό τίτλο του. Έπονται άλλα τρία δοκίμια, καθώς και παράρτημα πέντε μικρών συμπληρωματικών κειμένων.
Ως ένας από τους σημαντικότερους διανοούμενους του Μεσοπολέμου, με εκτενές και πρωτότυπο έργο στις περιοχές της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας, της πολιτικής και της τέχνης, ο Μπένγιαμιν στοχάστηκε εις βάθος τα θέματα της γλώσσας και της μετάφρασης. Σε μια εποχή κατά την οποία το ακανθώδες ζήτημα της μετάφρασης δεν είχε τύχει ακόμη μεγάλης προσοχής και ανάλυσης, ο συγγραφέας διατυπώνει μια γενική θεωρία περί μετάφρασης που έμελλε να επηρεάσει κάθε μετέπειτα μεταφρασεολογική επεξεργασία.
Όλα τα κείμενα του τόμου περιστρέφονται γύρω από τα προβλήματα του γλωσσικού φαινομένου, προσεγγίζοντάς το υπό διαφορετικές οπτικές γωνίες. Έτσι, μπορούμε να διαβάσουμε αρκετά για το γερμανικό μπαρόκ δράμα (Η καταγωγή του γερμανικού μπαρόκ δράματος. Γνωσιοκριτικός πρόλογος), να αναλογιστούμε τη συγγραφική και γλωσσική τεχνική (Νοητικές εικόνες και Μικρά καλλιτεχνήματα) ή να απολαύσουμε το μικρό σαρκαστικό Κρατικό μονοπώλιο πορνογραφίας. Ωστόσο, εκείνο που τραβά την προσοχή μας είναι το σχεδόν κανονιστικό κείμενο περί του μεταφραστή και της μετάφρασης.
Η αποστολή (ή το μέλημα ή το καθήκον) του μεταφραστή, σύμφωνα με τον Μπένγιαμιν, συνίσταται στο να αναζητήσει, πέρα από τις επιμέρους υπάρχουσες ιστορικές γλώσσες, την «καθαρή γλώσσα» που η κάθε γλώσσα φέρει μέσα της, περίπου σαν μια μεσσιανική αντήχησή της. Μια τέτοια σύλληψη, η οποία δεν ταυτίζεται διόλου με το ηθικό χρέος του μεταφραστή, εμφανίζεται ως οιονεί μεταφυσική, στο μέτρο που αναζητεί, με τρόπο που ανακαλεί την πλατωνική φιλοσοφία, την αληθινή «ιδέα» όλων των επιμέρους γλωσσών.
Στην εν λόγω προοπτική, ο μεταφραστής έχει ως αποστολή του να βρει εκείνη την πρόθεση σε σχέση με τη μεταφραστική γλώσσα, μέσα από την οποία θα ανακληθεί στη γλώσσα αυτή η ηχώ της μεταφραζόμενης πρωτότυπης γλώσσας. Εδώ βρίσκεται ένα χαρακτηριστικό της μετάφρασης που την διακρίνει πλήρως από το λογοτεχνικό έργο, αφού «η πρόθεση του τελευταίου ουδέποτε απευθύνεται στη γλώσσα ως τέτοια, στην ολότητά της, παρά μόνο με άμεσο τρόπο σε συγκεκριμένες γλωσσικές συνάφειες περιεχομένου».
Ο Μπένγιαμιν θα υποστηρίξει ότι, εάν υπάρχει μια γλώσσα της αλήθειας στην οποία φυλάσσονται τα έσχατα μυστικά για τα οποία μοχθεί κάθε σκέψη, τότε αυτή η γλώσσα της αλήθειας είναι η αληθινή γλώσσα. Και αυτή ακριβώς η γλώσσα βρίσκεται κρυμμένη στο εσωτερικό των μεταφράσεων. Με άλλα λόγια, η μετάφραση είναι εκείνη η πρακτική που αποκαλύπτει την αλήθεια της γλώσσας, στη γενικότητα και στην καθολικότητά της. Η αποστολή του μεταφραστή είναι να απολυτρώσει μέσα στη δική του γλώσσα αυτή την καθαρή γλώσσα που βρίσκεται εξόριστη στην ξένη, να απελευθερώσει με τη μεταφραστική αναδημιουργία τη γλώσσα που βρίσκεται δέσμια μέσα στο έργο.
Γι’ αυτό ακριβώς τα κορυφαία και υψηλά ως προς τη σύνθεσή τους έργα είναι τα κατεξοχήν μεταφράσιμα, έστω κι αν ακούγεται κάπως παράδοξο. Τούτο συμβαίνει επειδή (όπως υπογραμμίζει ο μεταφραστής του κειμένου του Μπένγιαμιν, Γιώργος Σαγκριώτης, στην εισαγωγή του) η μεταφρασιμότητα, ως εκθεσιμότητα, συνιστά εσωτερικό γνώρισμα των γλωσσικών δημιουργημάτων. Τα τελευταία διατρέχουν μια ιστορική πορεία μεταγραφών, έως ότου φτάσουν στην τελείωσή τους, η οποία παρουσιάζεται υπό τη μεσσιανική προοπτική της αποκατάστασης της «προ της Βαβέλ» γλωσσικής ενότητας.
Η δύσκολη αυτή αποστολή του μεταφραστή, το να επιτύχει δηλαδή μέσω της μετάφρασης την ωρίμαση του σπόρου της καθαρής γλώσσας, μοιάζει εν πολλοίς απροσδιόριστη και ανεκπλήρωτη, όπως ομολογεί άλλωστε και ο ίδιος ο συγγραφέας. Εντούτοις, αξίζει τον κόπο να προσπαθήσει κανείς να την προσδιορίσει και να την εκπληρώσει, ώστε να προσεγγίσει όσο περισσότερο γίνεται την αληθινή μετάφραση, η οποία «είναι διάφανη, δεν επικαλύπτει το πρωτότυπο, δεν το σκιάζει, αλλά επιτρέπει στην καθαρή γλώσσα, σαν ενδυναμωμένη από το ίδιο της το μέσο, να ακτινοβολεί αντίστοιχα πληρέστερα στο πρωτότυπο».