Εφιάλτης θερινής νυκτός;

Έλλογο πάθος: ο στοχαστικός Μαρωνίτης
21 Ιουνίου, 2018
100 χρόνια μετά
21 Ιουνίου, 2018
Show all

Εφιάλτης θερινής νυκτός;

Είναι βέβαιο ότι το φετινό ελληνικό καλοκαίρι δεν μοιάζει με τα προηγούμενα. Η παροιμιώδης θερινή ραστώνη αποτελεί οριστικά παρελθόν, ενώ τα παραδοσιακά μπάνια του λαού υπέστησαν σφοδρό πλήγμα, εξαιτίας της τρομοκρατικής επικαιρότητας και του επακόλουθου καταιγισμού έντυπων και ηλεκτρονικών πληροφοριών. Η εν εξελίξει επιχείρηση εξάρθρωσης της οργάνωσης «17 Νοέμβρη», εκτός από την αυτονόητη ανακούφιση που προσφέρει στην κοινή γνώμη και την εξυγίανση του δημόσιου βίου της χώρας, θα μπορούσε υπό όρους να έχει μία επιπλέον σημαντική συνέπεια: τη δυναμική επανάκαμψη της πολιτικής στο προσκήνιο.

Πράγματι, εάν παρέμενε κανείς στην επιφάνεια των ποσοτικών δεδομένων, θα έλεγε ότι ζούμε μια πολύ ενδιαφέρουσα από πολιτική άποψη περίοδο, όπου όλοι σκέφτονται, μιλούν και γράφουν περί 17Ν, τρομοκρατίας, μυστικών υπηρεσιών, ξένων συμφερόντων, πολιτικών παιγνίων, Αριστεράς και Δεξιάς, καθώς και περί της ιστορίας του διεθνούς και του ελληνικού επαναστατικού κινήματος.

Τα άπαντα του Τρότσκι ξεσκονίζονται και μπαίνουν στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Οι πολίτες ξαναδιαβάζουν φανατικά εφημερίδες, ακούν και βλέπουν ειδήσεις. Οι πολιτικοί, ακόμη και οι τελούντες εν αποστρατεία, δίνουν το παρόν στις τηλεοπτικές επάλξεις. Ξεχασμένοι διανοούμενοι επανεμφανίζονται με συνεντεύξεις και αναλύσεις, ενώ εκείνοι που δίνουν τον κυρίαρχο τόνο είναι, φυσικά, οι δημοσιογράφοι. Έτσι φαίνεται να έχουν τα πράγματα. Επειδή όμως τα φαινόμενα συχνά απατούν, δεν έχουν καθόλου άδικο όσοι, ρεαλιστικά ή απαισιόδοξα, φοβούνται ότι το όνειρο μιας θερινής αναγέννησης της πολιτικής μας ζωής είναι πολύ πιθανό να αποδειχθεί εντέλει εφιάλτης. Ας δούμε γιατί.

Καταρχάς, το αστυνομικό θρίλερ που παρακολουθούμε με πρωταγωνίστρια τη 17Ν προφανώς δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί σύντομα ούτε να κλείσει με τρόπο βέβαιο και οριστικό. Και τούτο διότι πολυάριθμα μυστηριώδη σημεία μένουν προς αποσαφήνιση (αν τελικά αποσαφηνιστούν), πράγμα που ευνοεί την καχυποψία και τη διατύπωση διαφόρων θεωριών συνωμοσίας. Ήδη αρκετοί κατ’ επάγγελμα «πρακτορολόγοι» αναλυτές, οι οποίοι εμφανίζονται σε περιθωριακά ή μη μέσα ενημέρωσης, διαδίδουν τα πλέον απίστευτα σενάρια. Εξάλλου δεν θα πρέπει να ξεχνούμε ότι, μετά το αστυνομικό θρίλερ, έπεται μακρύ δικαστικό σίριαλ. Όλα αυτά σημαίνουν ότι το ζήτημα της τρομοκρατίας θα παραμείνει για καιρό ανοιχτή πληγή, αποτελώντας γερό χαρτί στα χέρια όσων επιθυμούν, για τους δικούς τους λόγους, την «αστυνομικοποίηση» της ελληνικής πολιτικής ζωής.

Εν συνεχεία, και παρά την ύπαρξη εμπεριστατωμένων αναλύσεων και σοβαρών φωνών, ο κυρίαρχος λόγος περί την υπόθεση 17Ν είναι σαφώς λαϊκίστικος. Μάλιστα, αποτελεί σχεδόν τραγική ειρωνία το γεγονός ότι ο άκρατος λαϊκισμός των ανεκδιήγητων κειμένων της «Επαναστατικής Οργάνωσης 17 Νοέμβρη» αντιμετωπίζεται σήμερα κατά βάση με εξίσου λαϊκίστικο τρόπο. Αν στην πρώτη περίπτωση δικαιούμαστε να μιλούμε για ακροαριστερό λαϊκισμό (στο μέτρο που η 17Ν είχε κάποια σχέση με την ακροαριστερά κατά την πρώτη περίοδο της αιματηρής δράσης της), στη σημερινή συγκυρία έχουμε ασφαλώς να κάνουμε με ακροδεξιό λαϊκισμό, ο οποίος εκφράζεται κυρίως από ορισμένους σταρ των τηλεοπτικών παραθύρων, ενίοτε δε και από σοβαρότερους εκπροσώπους της δεξιάς σκέψης, ακόμη και της πλέον φιλελεύθερης. Το φαινόμενο ασφαλώς χρήζει ερμηνείας.

Πρόκειται μάλλον για την υποχώρηση κάθε θεωρητικού λόγου και την άκριτη προσχώρηση στο μανιχαϊστικό σχήμα της σύγκρουσης του Καλού με το Κακό, όπου καλοί είναι οι αστυνόμοι και κακοί οι κλέφτες. Όπου καλοί είμαστε πάντα εμείς (οι ορθολογικοί, οι φιλελεύθεροι, οι δυτικοί, οι αμερικανόφιλοι) και κακοί πάντα οι άλλοι (οι μηδενιστές, οι ολοκληρωτικοί, οι ισλαμιστές, οι κομμουνιστοσυμμορίτες). Αυτό το κατά βάθος απολίτικο σχήμα φαίνεται να επιβάλλεται ακόμη και σε δυνατά μυαλά, όταν ακριβώς οι συγκρούσεις (υλικές ή ιδεολογικές) παίρνουν οριακό χαρακτήρα. Τότε η ψύχραιμη σκέψη υποχωρεί και τα πράγματα παρουσιάζονται τελείως ωμά. Τότε ο καθένας πρέπει να αποφασίσει με ποιους θα πάει και ποιους θ’ αφήσει. Τότε η κρατική βία παύει να γίνεται αντιληπτή ως βία, αλλά αντίθετα φαντάζει σωτήρια, ως η μόνη ελπίδα για να «αποτραπεί το χάος». Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι το μανιχαϊστικό σχήμα Καλό-Κακό δεν αποτελεί μονοπώλιο της δεξιάς σκέψης. Αντίθετα, έχει εμποτίσει ανεξίτηλα και την αριστερή παράδοση, σε τέτοιο βαθμό, ώστε αυτή να αυτοαναιρείται ως αριστερή, δηλαδή ως σκέψη και πράξη που θέλει να αλλάξει ριζικά τον κόσμο, και όχι απλώς να αντιστρέψει τους όρους του προβλήματος.

Το αδιέξοδο κάθε τρομοκρατικής δράσης, η οποία βασίζεται στην ατομική βία και στη βιολογική εξόντωση του αντιπάλου, έγκειται ακριβώς στην αυταπάτη της ισχύος: ο τρομοκράτης, θεωρώντας εαυτόν ανίσχυρο, προετοιμάζεται υπογείως και προσπαθεί να εξολοθρεύσει τον ισχυρό, τον τύραννο. Δεν αντιλαμβάνεται ότι, με τον τρόπο αυτό, πέφτει στην παγίδα του ισχυρού, μετατρέπεται ο ίδιος σε ισχυρό και σε τύραννο, για να παραγάγει με τη σειρά του νέους τρομοκράτες που θα θελήσουν να τον εξολοθρεύσουν. Ο φαύλος κύκλος της τυφλής βίας, η διαλεκτική μεταξύ τυράννου και τυραννοκτόνου, δεν μπορεί να φέρει κανένα αποτέλεσμα, πέρα από την άσκοπη αιματοχυσία και τη διαιώνιση της τυραννίας. Ο κόσμος δεν αλλάζει, παρά μόνο ίσως στο μέτρο που καθίσταται ακόμη πιο αποτρόπαιος. Ποια θα μπορούσε όμως να είναι η λύση στο πρόβλημα; Πώς αίρεται ο φαύλος κύκλος; Πώς να ξεφύγουμε από τη βία;

Μία πιθανή απάντηση παραπέμπει στο μοντέλο της συναινετικής δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας. Πρόκειται για αρκετά αδύναμη απάντηση, εφόσον δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ικανοποιητικά το πρόβλημα των συγκρούσεων και της πολιτικής βίας. Είναι το αναγκαίο κακό, το μη χείρον, «ό,τι καλύτερο διαθέτουμε σήμερα». Έστω. Αν όμως η εγχώρια ελληνική βία εξηγείται από τις ατέλειες της δημοκρατίας μας, τι θα λέγαμε για τις ΗΠΑ; Μήπως και το δυτικό φιλελεύθερο μοντέλο αναπαράγει τον φαύλο κύκλο της βίας; Είναι σαφές ότι η απάντηση στα προηγούμενα ερωτήματα παρουσιάζεται ως εξαιρετικά δύσκολη, ίσως και αδύνατη στην πράξη. Το σίγουρο είναι ότι μια τέτοια απάντηση μπορεί να επιχειρηθεί μόνο από πολλούς ανθρώπους μαζί, εάν φυσικά το θέλουν. Με άλλα λόγια, η λύση του προβλήματος δεν μπορεί παρά να είναι συλλογική.

Συλλογική απάντηση, σημαίνει απάντηση δημοκρατική και αριστερή, που συνδυάζει την ελευθερία με την ισότητα. Η λύση δεν μπορεί να αφορά μόνο την Ελλάδα ούτε μόνο την Ευρώπη, αλλά θα πρέπει να είναι παγκόσμια. Και θα στηρίζεται στον επαναπροσδιορισμό της σχέσης των πολιτών με την πολιτική, η οποία μπορεί να διαμορφώσει νέες μορφές συλλογικής ζωής και κοινών εμπειριών. Μόνο μια θετική και ανοιχτή πολιτική διαδικασία μπορεί να οδηγήσει στην παραγωγή χαρούμενων εμπειριών συλλογικότητας, θέτοντας τέλος στη θλιβερή και θλιμμένη εμπειρία της τυφλής βίας και της άρνησης της ζωής.