Λογοτεχνία της καθημερινότητας

Φιλοσοφία σε συσκευασία χαϊκού
22 Ιουνίου, 2018
Σπινόζα και Βιτγκενστάιν: γνώση και ηθική
22 Ιουνίου, 2018
Show all

Λογοτεχνία της καθημερινότητας

[ για το βιβλίο του Νικόλα Σεβαστάκη, Άντρας που πέφτει ]

Πριν από δύο σχεδόν χρόνια είχε κυκλοφορήσει η πρώτη συλλογή διηγημάτων του Νικόλα Σεβαστάκη, η οποία έφερε τον τίτλο: Γυναίκα με ποδήλατο. Έχουμε σήμερα τη δυνατότητα να διαβάσουμε το δεύτερο βιβλίο με διηγήματα του συγγραφέα, γυρνώντας φύλ(λ)ο και περνώντας στον Άντρα που πέφτει. Ο άντρας δεν πέφτει βέβαια από το ποδήλατο, αλλά ίσως να πέφτει (και) εξαιτίας της γυναίκας, κάτι τέτοιο χρήζει διερεύνησης. Το βέβαιο είναι ότι οι άντρες, κάπου εκεί στη μέση ηλικία, αρχίζουν να κινδυνεύουν από διαφόρων ειδών πτώσεις.

Το βιβλίο Άντρας που πέφτει σε κερδίζει από την πρώτη ματιά, τουλάχιστον αυτό συνέβη στην περίπτωσή μου. Η έκδοση είναι κομψή (όπως συμβαίνει συνήθως με τα βιβλία των εκδόσεων Πόλις) και έχει ως εξώφυλλο μια καταπληκτική ασπρόμαυρη φωτογραφία. Εκείνο που εντυπωσιάζει, ωστόσο, είναι το περιεχόμενο. Πρόκειται για τη δεύτερη εμφάνιση του συγγραφέα στον χώρο της πεζογραφίας και του αφηγήματος. Καταξιωμένος καθηγητής, δοκιμιογράφος και διανοούμενος, δοκιμασμένος ποιητής με τέσσερις δημοσιευμένες ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό του, ο Σεβαστάκης μάς αποκαλύπτεται τα τελευταία χρόνια ως διηγηματογράφος. Και θεωρώ ότι τα καταφέρνει επιτυχώς.

Σε τι συνίσταται όμως το περιεχόμενο του βιβλίου; Έχουμε εδώ να κάνουμε συνολικά με δέκα διηγήματα, άνισου μεγέθους, εκ των οποίων το συντομότερο καταλαμβάνει 6 σελίδες και το εκτενέστερο 43. Το μεγαλύτερο αυτό κείμενο των 43 σελίδων (πρόκειται, κατ’ ουσίαν, για μια μικρή νουβέλα) αποτελεί πάντως την εξαίρεση. Διότι, πέρα από ένα ακόμη που εκτείνεται περίπου στις 18 σελίδες, τα υπόλοιπα οκτώ διηγήματα κυμαίνονται περί τις 10 σελίδες.

Αν επιχειρούσε κανείς να διακρίνει μεταξύ τους τα κείμενα, κατατάσσοντάς τα σε κατηγορίες (έστω όχι με τρόπο απόλυτο, αλλά κατά προσέγγιση), θα ήταν νόμιμο να γίνει λόγος για διηγήματα:

1/ Του βιώματος και της μνήμης. Παραδείγματα τέτοιων αφηγημάτων αποτελούν «Το ανώφελο της αλήθειας», «Ο άνθρωπος της προβέντζας» και, σε μικρότερο βαθμό, «Τα αγαθά κόποις κτώνται» και «Ο αυτόχειρας της βροχής».

2/ Της επαρχίας (όπου πρωταγωνιστούν πνιγηρές επαρχιακές πόλεις, καθώς και ένα νησί). Παραδείγματα: «Ο αυτόχειρας της βροχής» και «Ο άνθρωπος της προβέντζας».

3/ Της μεγαλούπολης (της Αθήνας, κυρίως, και της Θεσσαλονίκης). Παραδείγματα: «Τέλος εποχής», «Άντρας που πέφτει» και «Η μέρα της Πολυξένης».

Οι κατηγορίες αυτές είναι ενδεικτικές και καταφέρνουν να δώσουν μια πιστή εικόνα της πολύτροπης γραφής του Σεβαστάκη. Όλα τα διηγήματα, πάντως, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «υπαρξιακά». Θα καταβληθεί προσπάθεια στη συνέχεια, για να εξηγηθεί αυτός ο παρεξηγήσιμος όρος.

Αν συγκριθεί τώρα η δεύτερη συλλογή με την πρώτη, τη Γυναίκα με ποδήλατο, θα διαπιστωθεί ότι στον Άντρα που πέφτει υπάρχουν λιγότερα διηγήματα (10 έναντι 32), που είναι εκτενέστερα (ο μέσος όρος έκτασης των κειμένων σχεδόν διπλασιάζεται, φτάνοντας από τις 5 στις 10 σελίδες), ενώ εκλείπει σχεδόν πλήρως το αυτοβιογραφικό στοιχείο από την αφήγηση.

Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να κάνω την εξής παρατήρηση, διατυπώνοντας και μία υπόθεση εργασίας: ο συγγραφέας έχει ως κύριο μέλημά του να διαγνώσει και να αναδείξει μια νέου τύπου λογοτεχνία, που να λαμβάνει σοβαρά υπόψη της την καθημερινότητα. Δεν μιλώ για μια καθημερινή λογοτεχνία ή μια λογοτεχνία του καθημερινού, αλλά για μια λογοτεχνία της καθημερινότητας. Η αγωνία του και η στόχευσή του είναι, θα τολμούσα να πω, ανθρωπιστικού τύπου. Έχουμε να κάνουμε, ενδεχομένως, με έναν λογοτεχνικό ανθρωπισμό της καθημερινής μορφής και φόρμας. Εδώ ταιριάζει και ο υπαρξιακός χαρακτήρας των διηγημάτων, για τον οποίο έγινε λόγος προηγουμένως.

Αν ο ανθρωπισμός συνίσταται στο σάλπισμα για μια επιστροφή στον άνθρωπο και στα παθήματά του ή για μια επανένωση με τα χαμένα ουμανιστικά ιδεώδη, ο ιδιότυπος ανθρωπισμός του Σεβαστάκη εμφανίζεται πιο γειωμένος, επειδή ριζώνει στην εμπειρικά βιωμένη πραγματικότητα της καθημερινότητας. Ταυτόχρονα, όμως, δεν παραιτείται από την επιδίωξη μιας ολότητας, μιας νέας καθολικότητας, ώστε να επιτευχθεί το αρμονικό συνταίριασμα του ανθρώπου με τους συνανθρώπους και με το περιβάλλον του. Ίσως κάτι τέτοιο να φαντάζει ως ανέφικτη ουτοπία στη σκληρή εποχή μας, ωστόσο ο συγγραφέας αναλαμβάνει το ρίσκο και επωμίζεται την αποστολή να το αποτολμήσει.

Επιπροσθέτως, ο λόγος του εμφανίζεται ευαίσθητος και αισθαντικός, αλλά την ίδια στιγμή διακρίνεται για τη λογική και τη στοχαστική του εγρήγορση. Εν ολίγοις, η γραφή του διατρέχεται από «λογισμό και όνειρο». Δεν θα ήταν άστοχο να επισημανθεί ότι η πεζογραφία του έχει εκλεκτικές συγγένειες με την καλή λογοτεχνία ορισμένων παλαιών δασκάλων, η οποία αποτελεί διαχρονικά σημαντικό συγγραφικό πρότυπο. Το βέβαιο είναι ότι, ειδικά σε αυτή τη δεύτερη συλλογή, ο συγγραφέας έχει πετύχει να βρει το δικό του προσωπικό ύφος, που τον διακρίνει, σφραγίζοντας με χαρακτηριστικό τρόπο τα διηγήματά του.

Ο Σεβαστάκης είναι μοντέρνος, είναι σύγχρονος, χωρίς ωστόσο να ενδίδει στις ευκολίες και στις ποικιλώνυμες μόδες των καιρών. Για παράδειγμα: ενώ ενδιαφέρεται για όλα τα είδη γραφής και πειραματίζεται με τους εκφραστικούς τρόπους, δεν φαίνεται διόλου να παρασύρεται από τον κακώς εννοούμενο μεταμοντερνισμό ή να επιζητεί την εντυπωσιοθηρία. Αντίθετα, τηρεί μια μέθοδο που φέρνει στον νου παλαιότερες συγκρατημένες και χαμηλές φωνές. Το κύριο χαρακτηριστικό των εν λόγω διηγημάτων είναι ακριβώς αυτή η «χαμηλή φωνή».

Η αφήγηση του συγγραφέα είναι άλλοτε τριτοπρόσωπη και κάπως αποστασιοποιημένη, άλλοτε πιο βιωματική, σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, κάποτε σε δεύτερο ενικό (εις εαυτόν), κι άλλες φορές σε πρώτο ενικό πρόσωπο, όπου ο αφηγητής είναι και ήρωας, συμμετέχοντας στην πλοκή. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η αφήγηση στο πρώτο πληθυντικό, που παραπέμπει στα κοινά βιώματα μιας ηλικιακής ομάδας ή και μιας ολόκληρης γενιάς. Εδώ, το ατομικό συνδιαλέγεται επιτυχώς με το συλλογικό, σε μια διαλεκτική που είναι, κατά βάση, αρμονική. Τούτο προφαίνεται σαφώς και με αριστοτεχνικό τρόπο στο «Τέλος εποχής», αυτή την οιονεί νουβέλα, η οποία αποτελεί ρέκβιεμ για έναν κόσμο που αλλάζει, για τα παλιά βιβλιοπωλεία που χάνονται σιγά σιγά, καταπίνοντας μαζί και τους ανθρώπους τους.

Ιδού πώς τελειώνει το αφήγημα:

«Αναρωτιέμαι αν η Έμμα θα θεραπεύσει την ψυχή του ή αν θα τον ρίξει πιο βαθιά στο σκοτάδι. Σκοτάδι ο Βλάσης, ο ήλιος του υπογείου μας; Μισοσκόταδο βρε, θα με διόρθωνε, αν μπορούσε να μ’ ακούσει και να συμμεριστεί την αθεράπευτη ανησυχία μου για την τροπή που πήραν τα πράγματα στον κόσμο μας.» (σελ. 79).

Γενικότερα, το συγγραφικό προφίλ του Σεβαστάκη είναι σταθερά ήπιο και μετρημένο, προσαρμοσμένο στα καθημερινά ανθρώπινα μέτρα. Η καθημερινότητα, εξάλλου, όπως ειπώθηκε και προηγουμένως, διαδραματίζει καίριο ρόλο στη συγγραφική του μέθοδο, θυμίζοντας στο κεφάλαιο αυτό δόκιμους και εξέχοντες νεοέλληνες πεζογράφους. Όπως και σε εκείνους, έτσι κι εδώ τα καθημερινά, τα μικρά και ασήμαντα πράγματα της ζωής των ανθρώπων, έχουν την τιμητική τους: απλά, ταπεινά και χαμηλόφωνα, αλλά συγχρόνως τόσο σπουδαία και σημαντικά.

Ας δούμε ένα παράδειγμα, από το διήγημα «Το ανώφελο της αλήθειας»:

«Όση ώρα σκιτσάριζε με απέραντη τρυφερότητα τον μπαμπά του, φαινόταν να προσεύχεται στο ποτήρι του Jameson. Συνέχιζε όμως να με ραίνει με ένα πλήθος πληροφορίες για τα πάθη του πατέρα του με το κυνήγι και την μπάλα και για μια θεία που έγινε καλόγρια στην Πάτμο. Ο Αιμίλιος είχε καλλιεργήσει την αλκοολική βραχνάδα των τύπων που πέρασαν αμέτρητες νύχτες στα μπαρ των μεγάλων ξενοδοχείων. Η φωνή του έμοιαζε μαθημένη στα χαμηλά μπάσα και στις διφορούμενες παύσεις που συνοδεύονται από προσεκτική εποπτεία του γύρω χώρου και των προσώπων του. Τον έβλεπα με τη φαντασία μου να μοιράζεται πιπεράτες αναμνήσεις με φυσιογνωμίες του παρακράτους. Τέτοια πρόσωπα δεν σε αφήνουν να θυμηθείς ιδιαίτερες λεπτομέρειες των φυσιογνωμιών τους: το να τους περιγράψεις αργότερα γίνεται σχεδόν ανέφικτο, γιατί παρουσιάζονται συνήθως ως εμπορικοί αντιπρόσωποι ή ιατρικοί επισκέπτες. Πέστε μου, όμως, ποιος μπόρεσε ποτέ να θυμηθεί τα χαρακτηριστικά ενός εμπορικού αντιπροσώπου στα λόμπι των ξενοδοχείων; Και ποιος είναι ικανός να φέρει στη μνήμη του με σχετική ακρίβεια τη φάτσα ενός ιατρικού επισκέπτη; Θυμόμαστε ίσως ένα ρούχο, μια γενική φτιαξιά, μα σπάνια ένα πρόσωπο: η αοριστία θριαμβεύει στο τέλος» (σελ. 105-106).

Αν κοιτάξει κανείς το σύνολο της συγγραφικής αυτής σοδειάς, θα σχηματίσει την εντύπωση ότι υπάρχουν δύο μεγάλα θέματα που ξεχωρίζουν και περικλείουν όλα τα υπόλοιπα: ο ανθρώπινος ψυχισμός και ο έρωτας. Και τα δύο αναφέρονται πρωτίστως στις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά μπορούν να σταθούν και αυτόνομα. Ο ψυχισμός είναι αδιευκρίνιστος, ανεξερεύνητος, αβυσσαλέος. Ο έρωτας είναι η κινητήριος δύναμη, όμως φθείρεται, αργοσβήνει, περνά και χάνεται. Ανθρώπινος ψυχισμός, έρωτας και ελευθερία: τούτο το υλικό αποτελεί την ικανή και αναγκαία συνθήκη, ώστε να περιγραφεί ολόκληρο το Σύμπαν.

Η μνήμη συνδέει ως γέφυρα το παρελθόν με το παρόν. Όλη η τέχνη του συγγραφέα ξεδιπλώνεται μέσα σε αυτή τη διαλεκτική παρελθόντος και παρόντος. Ο κόσμος που αλλάζει και ο επιβεβλημένος στρεβλός εκσυγχρονισμός επιφέρουν μετρήσιμα αποτελέσματα, εμφανή τραύματα, ανεπούλωτες πληγές στο κοινωνικό σώμα. Δεν πρόκειται για μανιχαϊκή σύγκρουση ανάμεσα στο καλό χθες και στο κακό σήμερα: πρόκειται για αμφίσημη και αμφίβολη διαδικασία, μέσα από την οποία προβάλλουν οι ανεξιχνίαστοι και μυστηριώδεις άξονες που ορίζουν τον βίο μας. Σε τούτο το σημείο αγγίζει κανείς άλλο ένα σημαντικό μεγάθεμα της πεζογραφίας του Σεβαστάκη: το μυστήριο.

Πρόκειται βέβαια για ένα μυστήριο που δεν είναι καθόλου υπερφυσικό, αλλά έχει κάτι το μεταφυσικό. Μυστήριο του εδώ κάτω κόσμου, κοσμικό και εκκοσμικευμένο, το οποίο ωστόσο παραμένει μυστήριο. Στο μυστήριο συμμετέχει ακόμη και ο έρωτας (και η αγάπη), συμπυκνώνοντας τρόπον τινά όλα τα ανθρώπινα πάθη, καθετί το ανθρώπινο. Οριστική λύση δεν δίνεται, προφανώς γιατί δεν υπάρχει. Ούτε πλήρεις εξηγήσεις. Κάποια πράγματα θα μείνουν για πάντα ανεξήγητα, ανοιχτά σε πολλαπλές ή και σε αντικρουόμενες ερμηνείες.

Συν τοις άλλοις, υπάρχει μια αβάσταχτη τρυφερότητα του συγγραφέα για τους ήρωες των διηγημάτων του. Τρυφερότητα που οδηγεί στην κατανόηση των συμπεριφορών τους, στην ανθρωπιά και στη μεγαλοψυχία. Η γραφή του Σεβαστάκη άλλοτε δυναμώνει και άλλοτε χαμηλώνει κάπως την έντασή της, κλιμακώνεται και αποκλιμακώνεται. Με την τεχνική αυτή συνάδει επίσης το γεγονός ότι, πού και πού, προκύπτουν καίρια σχόλια και αυτοσχόλια του συγγραφέα, που αφορούν την τέχνη και την ανθρώπινη κατάσταση.

Ένα από τα πιο ωραία διηγήματα του βιβλίου, κατά τη γνώμη μου, είναι εκείνο που φέρει τον τίτλο «Η μέρα της Πολυξένης». Σπάνια άντρας συγγραφέας μπορεί να ανατάμει τόσο διεισδυτικά τον γυναικείο ψυχικό κόσμο. Θα έλεγε κανείς πως πρόκειται για υποδειγματικό παράδειγμα της χρήσης της χαμηλής φωνής από τον Σεβαστάκη, καθώς και της κατασκευής ενός νοήματος, και ταυτόχρονα ενός άλυτου μυστηρίου. Παραθέτουμε λίγες γραμμές, που καταδεικνύουν πιστεύω τη διεισδυτική ματιά και την εύστοχη παρατηρητικότητα του συγγραφέα:

«Η Πολυξένη δεν χρειάστηκε ποτέ να ανακατευτεί σε τέτοια πράγματα και τώρα βέβαια δεν έχει ιδέα γιατί πρέπει να της κάνουν εντύπωση. Δεν μπορεί να απαντήσει στο απλό ερώτημα που, ευτυχώς, κανείς ακόμα δεν σκέφτηκε να της το θέσει: για ποιο λόγο τη διακόπτουν κάθε λίγο πρόσωπα που κάποτε είχαν πολύ μικρή σημασία στη ζωή της; Πώς απέκτησαν με τον καιρό τέτοια δύναμη κάποιες σκιές της νεότητάς της;

Αν όμως μπορούσε να σύρει τη σκέψη της μέχρις αυτό που αισθάνεται πραγματικά, θα απαντούσε με ένα διδακτικό παράδειγμα. Παρακολούθησε κάποτε μια ταινία, Κυριακή πρωί, με όλο το σχολείο να σηκώνει στον αέρα την καημένη την αίθουσα. Ήταν κάποιο πατριωτικό φιλμ του ελληνικού κινηματογράφου και στους τίτλους τέλους συναντούσε κανείς δεκάδες τελείως άγνωστα ονόματα: ονόματα κομπάρσων και όσων είχαν πάρει μέρος στις σκηνές πλήθους, σε μια παραχωμένη κωμόπολη της Βόρειας Ελλάδας. Για πολλούς μήνες, και για χρόνια, η Πολυξένη θα κρατούσε στη μνήμη της αυτά τα ονόματα όπως και τα καλλιτεχνικά ψευδώνυμα των χορευτών, το ονοματεπώνυμο του μοντέρ και του μπούμαν, μέχρι και τα ονόματα των παιδιών της μικτής χορωδίας. Μήνες και χρόνια έρχονταν απροειδοποίητα αυτά τα ονόματα στον ύπνο και στον ξύπνιο της.

Παράταιρα υλικά, ονόματα και γωνίες προσώπων, παρελαύνουν και τώρα από μπροστά της ή φυτρώνουν πάντοτε αυθαίρετα δυο μέτρα από εκεί που στέκεσαι και πας να φτιάξεις τη ζωή σου. Αν σκεφτόταν να τη ρωτήσει κάποιος τρίτος γι’ αυτό το αλλόκοτο φαινόμενο, η Πολυξένη θα τον απόπαιρνε θυμωμένη: θα έστρεφε μάλιστα αλλού το κεφάλι, για να μη φανεί η σύγχυση που της προκαλούν όλες αυτές οι ερωτήσεις της συμφοράς που δεν έχουν ποτέ λογική απάντηση.» (σελ. 93-94).

Η γραφή, οι λέξεις και η ίδια η γλώσσα βρίσκονται πάντα στο επίκεντρο της προσοχής του συγγραφέα. Οι λέξεις και η γραφή προσφέρουν μια διέξοδο, μια ανακούφιση από τις δυσχέρειες του βίου των ανθρώπων. Η ζωή είναι ωραία, αλλά είναι και δύσκολη. Ενίοτε δε, σχεδόν αβίωτη. Στην γκρίζα εποχή που ζούμε, μέσα στην κρίση, ο συγγραφέας δεν μπορεί, βεβαίως, να δώσει τη λύση. Μπορεί, εντούτοις, να βοηθήσει ουσιωδώς. Να συμβάλει στο να αντισταθούμε στη φθορά, σε καθετί το αρνητικό. Αυτή η αντίσταση ταυτίζεται με την ίδια τη ζωή.

Έτσι, με τη χαμηλόφωνη, τρυφερή καθημερινότητά τους, με την ανθρωπιά και το υπαρξιακό τους βάθος, τα διηγήματα του Νικόλα Σεβαστάκη μάς κάνουν να σκεφτούμε. Ταυτόχρονα, μας παρηγορούν, μας τέρπουν και μας δείχνουν έναν δρόμο για να χαμογελάσουμε και να αισθανθούμε κάπως πιο αισιόδοξοι. Και, ασφαλώς, όλα αυτά τα επιτεύγματα του συγγραφέα δεν είναι καθόλου αμελητέα.